Αριθμός 1173/2022
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ' Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: ………….., Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου …………), …………, ……………, …………… και ………….., Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 4 Μαρτίου 2022, με την παρουσία και του Γραμματέα .........., για να δικάσει μεταξύ:
Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..» και ήδη «……………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……………… με δήλωση του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και ο οποίος στην ως άνω από 27-2-2022 δήλωση, καθώς και με τις κατατεθείσες προτάσεις του δήλωσε την ως άνω μεταβολή της αναιρεσείουσας εταιρείας.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) …………… του ……….., κατοίκου Αιγάλεω Αττικής, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………………», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, εκ των οποίων ο 1ος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Ναταλία Παναγιωτοπούλου, ενώ οι 2η και 3η δεν παραστάθηκαν.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 3-4-2013 αίτηση του ήδη 1ου των αναιρεσιβλήτων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: ……../2016 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και ………/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 25-9-2019 αίτησή της.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγητή τον Αρεοπαγίτη ……………….., που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, παραστάθηκαν μόνο η αναιρεσείουσα και ο 1ος των αναιρεσιβλήτων όπως σημειώνεται πιο πάνω. Η πληρεξούσια του 1ου αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 576§2 του ΚΠολΔ, αν κατά τη συζήτηση της αναιρέσεως δεν εμφανισθεί ή εμφανισθεί, αλλά δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, κάποιος από τους διαδίκους, ο Άρειος Πάγος ερευνά αυτεπαγγέλτως αν ο απολειπόμενος διάδικος επέσπευσε εγκύρως τη συζήτηση, οπότε συζητεί την υπόθεση σαν να ήταν παρόντες οι διάδικοι, ή, αν τη συζήτηση επέσπευσε ο αντίδικος του απολειπόμενου διαδίκου, οπότε εξετάζει αυτεπαγγέλτως αν κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Αν η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα ο Άρειος Πάγος κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήτευση. Στην αντίθετη περίπτωσή προχωρεί στην συζήτηση παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 226§4 εδ. β' και γ' του ΚΠολΔ, η οποία, κατ' άρθρο 575 εδ. β' του ίδιου Κώδικα, εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη, αν η συζήτηση αναβληθεί ο γραμματέας είναι υποχρεωμένος αμέσως μετά το τέλος της συνεδρίασης να μεταφέρει την υπόθεση στη σειρά των υποθέσεων που πρέπει να συζητηθούν κατά τη δικάσιμο που ορίστηκε. Κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη δικάσιμο αυτή δεν χρειάζεται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Κατά την έννοια της τελευταίας διάταξης αναβολή της υπόθεσης και η εγγραφή αυτής στο πινάκιο του δικαστηρίου για την μετ' αναβολή δικάσιμο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και επομένως δεν χρειάζεται νέα κλήτευση για τη μετ' αναβολή δικάσιμο του απολειπόμενου διαδίκου, όταν ο τελευταίος είχε νομίμως κλητευθεί να παραστεί κατά τη δικάσιμο κατά την οποία αναβλήθηκε η υπόθεση ή είχε παραστεί νομίμως κατά τη δικάσιμο αυτή (ΑΠ 3/2021, ΑΠ 805/2019). Στην προκειμένη περίπτωση, από τις με αριθ. ……../1-6-2020 και ……/2-6-2020 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………………, που προσκομίζει η αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία, η οποία επισπεύδει τη συζήτηση της υποθέσεως, προκύπτει ότι, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της από 25-9-2019 (αριθ. καταθ. ………./27-9-2019) αιτήσεως αναιρέσεως, με την κάτω από αυτήν πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την δικάσιμο της 5.3.2021, επιδόθηκε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στην δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων, ανώνυμων τραπεζικών εταιριών, με την επωνυμία «………………» και «…………….», αντίστοιχα. Η συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως, κατά την προαναφερόμενη δικάσιμο, ματαιώθηκε, λόγω της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής λειτουργίας των Δικαστηρίων στο πλαίσιο λήψης μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού COVID-19 [άρθρ. 83§1 του ν.4790/2021 (ΦΕΚ 48/Α/31-3-2021)] και επαναπροσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για την δικάσιμο της 15.10.2021, με πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83§§2 & 3 του ν.4760/2021. Κατά την ως άνω δικάσιμο, η συζήτηση της υποθέσεως ματαιώθηκε εκ νέου «λόγω των αιφνίδιων και εκτάκτων καιρικών φαινομένων της 15-10-2021», σύμφωνα με την με αριθ. 45298/15-10-2021 απόφαση [ΦΕΚ Β'4762/15-10-2021] του Υπουργού Δικαιοσύνης περί αναστολής λειτουργίας Δικαστηρίων και Εισαγγελιών της Περιφέρειας Αττικής και επαναπροσδιορίστηκε, αυτεπαγγέλτως, για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο [4-3-2022], με πράξη της Προέδρου του Δ’ Πολιτικού Τμήματος και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 37. Κατά συνέπεια, αφού οι ως άνω δεύτερη και τρίτη των αναιρεσιβλήτων, δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την παρούσα δικάσιμο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε με την σειρά της από το οικείο πινάκιο, ούτε κατέθεσαν έγγραφη δήλωση, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242§2 του ΚΠολΔ., που εφαρμόζεται, κατά την διάταξη του άρθρου 573§1 του ίδιου Κώδικα και στην διαδικασία της αναιρετικής δίκης και εφ' όσον για τη σημερινή δικάσιμο δεν ήταν απαραίτητη η ιδιαίτερη κλήτευσή τους, δεδομένου ότι η εγγραφή της υποθέσεως στο πινάκιο έγινε από το γραμματέα και ισχύει ως κλήτευσή όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 226§4 εδ. β’ & γ' του ΚΠολΔ, πρέπει να προχωρήσει η συζήτηση πάρα την απουσία τους (άρθρο 576§2 του ΚΠολΔ).
Με την διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 (“Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων"), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1§1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής". Σύμφωνα με την διάταξη αυτή, απαραίτητη προϋπόθεση για την υπαγωγή στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής του ν.3869/2010 είναι ο οφειλέτης να έχει περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη (και γενική) αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του. Ο ν.3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται ότι "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νομίμων αντιπροσώπων του". Η εν λόγω διάταξη θεσπίζει δύο μορφές πταίσματος, το δόλο και την αμέλεια. Ενώ, όμως, δίνει ορισμό της αμέλειας, τον προσδιορισμό του δόλου αφήνει στην επιστήμη και τη νομολογία. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή και στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27§1 του ΠΚ, που ορίζει ότι "με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης. Επίσης όποιος γνωρίζει ότι με την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν αυτά τα περιστατικά και τα αποδέχεται”. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Η διάταξη αυτή ισχύει και για τις ενοχές άλλων κλάδων του ενοχικού δικαίου και έτσι αποκτά γενικότερη σημασία που ξεπερνά το πλαίσιο της ευθύνης από προϋφιστάμενη ενοχή. Περαιτέρω, από τη διατύπωση της §1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο ανάληψης της οφειλής όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της πιο πάνω διάταξης, ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του και δεν αλλάζει συμπεριφορά, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα, πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνον ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών, Συνεπώς, η εξαιτίας του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή, αναλαμβάνοντας το χρέος, γνωρίζει ότι με βάση τα εισοδήματά του και τις εν γένει ανάγκες του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχόμενου δόλου συντρέχει και όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγήσει σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και όμως αποδέχεται το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος ή η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη, δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου. Ο δόλος του οφειλέτη στη μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών του περιορίζεται στην πρόθεσή του και μόνο, δηλαδή σε ένα υποκειμενικό στοιχείο, χωρίς να είναι ανάγκη προσθήκης και άλλων, κατά τα ανωτέρω, αντικειμενικών στοιχείων. Τέλος, όπως προκύπτει από την πρόβλεψη του τελευταίου εδαφίου της §1 του πιο πάνω άρθρου 1 του ν.3869/2010, σύμφωνα με την οποία την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής, το επιλαμβανόμενο της υπόθεσης δικαστήριο ερευνά την ύπαρξη του δόλου όχι αυτεπαγγέλτως, αλλά, όπως είναι αυτονόητο και γι' αυτό παραλείφθηκε στο νόμο, κατά πρόταση πιστωτή, ο οποίος πρέπει να προτείνει τον εν λόγω ισχυρισμό κατά τρόπο ορισμένο, ήτοι με σαφή έκθεση των γεγονότων που τον θεμελιώνουν (ΑΠ 640/2020, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 156/2018, ΑΠ 65/2017, ΑΠ 951/2015, ΑΠ 1226/2014). Περαιτέρω, πέραν των όσων έχουν εκτεθεί, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 1 του ν.3869/2010, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του (ΑΠ 208/2020, ΑΠ 641/2019, ΑΠ 1208/2017, ΑΠ 1226/2014). Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10§1 εδ. α’ & β’ του ν.3869/2010, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματα του, τόσο κατά τη διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αίτησης της παραγράφου 1 του άρθρου 4, όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευσή της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αίτησης ή την τελεσιδικία της απόφασης για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής κατάστασης του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για "αίτηση" του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση μέχρι την περάτωση της συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρ. 745 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης, πως θα εκτεθεί παρακάτω. Ως δόλος νοείται η εκ μέρους του δράστη πρόβλεψη και αποδοχή του παράνομου αποτελέσματος ορισμένης συμπεριφοράς, την οποία αυτός επιχειρεί, αν και γνωρίζει τα περιστατικά που την καθιστούν παράνομη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση με δόλο ενεργεί ο οφειλέτης, όταν, εν γνώσει του, υποβάλει ψευδή δήλωση, που δεν ανταποκρίνεται δηλαδή στην αλήθεια, χωρίς να χρειάζεται κάποιο πρόσθετο στοιχείο, ενώ ως βαριά χαρακτηρίζεται η αμέλεια, όταν η απόκλιση από το μέτρο συμπεριφοράς του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου είναι ασυνήθης και ιδιαίτερα μεγάλη. Η κρίση για το χαρακτήρα της αμέλειας ως βαριάς είναι θέμα αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών από το δικαστήριο. Για να επέλθουν σε βάρος του οφειλέτη οι οριζόμενες στο νόμο πιο πάνω δυσμενείς κυρώσεις δεν απαιτείται με τη συμπεριφορά αυτή του οφειλέτη να έχει μειωθεί (βλαβεί) η ικανοποίηση των πιστωτών. Αρκεί ότι οι εσφαλμένες ή ατελείς δηλώσεις του οφειλέτη είναι πρόσφορες να μειώσουν (ζημιώσουν) την ικανοποίηση των πιστωτών. Όταν, όμως, οι παραβάσεις του οφειλέτη είναι εντελώς επουσιώδεις, δεν δικαιολογείται η προβλεπόμενη στο νόμο παραπάνω αντιμετώπιση. Επίσης, δεν χρειάζεται να αναφέρονται στην αίτηση του άρθρου 4§1 του ίδιου νόμου τα ποσά που είχαν εισπραχθεί κατά το παρελθόν στο βαθμό που αυτά, κατά την υποβολή της αίτησης, έχουν πλέον αναλωθεί προς κάλυψη αναγκών του οφειλέτη ή για εξόφληση οφειλών του, αφού έχουν πάψει να αποτελούν περιουσία του. Ο οφειλέτης, πάντως, πρέπει να αναφέρει και τα περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, κατά τη δική του υποκειμενική εκτίμηση, μπορεί να είναι και χωρίς αξία ή και χωρίς πιθανότητα ρευστοποίηση καθώς ο μόνος αρμόδιος να ενημερωθεί γι' αυτά και να τα αξιολογήσει είναι ο δικαστής.
Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό και με τις υπόλοιπες του ν.3869/2010, προκύπτει ότι όλες οι διαδικασίες που προβλέπονται και ρυθμίζονται από το νόμο αυτόν αποβλέπουν στο να διευκολύνουν τον έντιμο και καλόπιστο οφειλέτη, ο οποίος περιήλθε, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία εκπλήρωσης των οφειλών του. Σε κάθε, πάντως, περίπτωση, ένας ανειλικρινής σε κρίσιμα ζητήματα οφειλέτης (περιουσιακή κατάσταση εισοδήματα) δεν κρίνεται άξιος να τύχει της ευνοϊκής μεταχείρισης του νόμου (ΑΠ 120/2021, ΑΠ 1397/2019, ΑΠ 438/2019, ΑΠ 1206/2018, ΑΠ 636/2017). Εξάλλου, κατά το άρθρο 14 του ν.3869/2010, "...οι αποφάσεις του δικαστηρίου υπόκεινται σε έφεση και σε αναίρεση σύμφωνα με το άρθρο 560 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας", σύμφωνα δε με τον αριθμό 6 του άρθρου αυτού, όπως το εν λόγω άρθρο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 του ν.4335/2015, που άρχισε να ισχύει από 1-1-2016 και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται μετά την ημερομηνία αυτή (άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού), κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων που εκδίδονται σε εφέσεις κατά αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για τη στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή του, όχι δε και όταν υφίστανται ελλείψεις στην ανάλυση, στάθμιση και γενικώς στην εκτίμηση των αποδείξεων, εφόσον το πόρισμα από την εκτίμηση αυτή εκτίθεται με σαφήνεια και πληρότητα. Δεν υπάρχει, επομένως, ανεπάρκεια αιτιολογίας, όταν η απόφαση περιέχει συνοπτική, αλλά πλήρη αιτιολογία, αφού αναγκαίο να εκτίθεται σαφώς στην απόφαση είναι μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε και όχι ο λόγος για τον οποίο αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 3/2021, ΑΠ 343/2020, ΑΠ 151/2014). Συνακόλουθα, τα επιχειρήματα του δικαστηρίου, που σχετίζονται απλώς με την εκτίμηση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως, ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 343/2020, ΑΠ 343/2020, ΑΠ 551/2018). Έτι περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθ. 1 εδ. α' ΚΠολΔ, επιτρέπεται αναίρεση αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 31/2009, ΑΠ 757/2015). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ' ουσίαν, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται με βάση τα πραγματικά περιστατικά που ανέλεγκτα το δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν και την υπαγωγή τους στο νόμο και ιδρύεται αυτός ο λόγος αναιρέσεως αν οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν φανερή την παραβίαση. Με τον λόγο αυτόν δεν επιτρέπεται να πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση κατά την εκτίμηση των αποδείξεων, υπό την επίκληση ότι αυτή παραβίασε κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που δεν ελέγχεται από τον Άρειο Πάγο κατά το άρθρο 561§1 του ΚΠολΔ (ΑΠ 3/2021, ΑΠ 208/2020, ΑΠ 804/2019, ΑΠ 92/2019).
Στην ερευνώμενη υπόθεση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, το οποίο δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλόμενη …../2017 απόφασή του, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας (άρθρ. 3 του ν.3869/2010, 739 ΚΠολΔ), δέχθηκε, ανελέγκτως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: "……….Ο εκκαλών υπέβαλε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 3-4-2013 αίτησή του για ρύθμιση των οφειλών του προς τις πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 361.625,08 €, το οποίο αναλύεται ως ακολούθως, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων:
1) Στην ………, οφείλονται συνολικά 74.926,33 € και ειδικότερα 1.1) 111 € από την …… σύμβαση καταναλωτικού δανείου, 1.2) 31.658,21 € από την ….. σύμβαση στεγαστικού δανείου υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή, 1.3) 43.097,12 € από την …… σύμβαση στεγαστικού δανείου υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή, 1.4) 60 € από την ….. σύμβαση στεγαστικού δανείου υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή. 2) Στην Τράπεζα …., οφείλονται συνολικά 104.346,98 € και ειδικότερα: 2.1) 91.452,32 € (ημερομηνία οφειλής 28-4-2015) από την ….. σύμβαση στεγαστικού δανείου, 2.2) 122,92 € από την ….. σύμβαση καταναλωτικού δανείου, 2.3) 6.826,23 € από την …… σύμβαση καταναλωτικού δανείου, 2.4) 5.944,89 € από την …… σύμβαση καταναλωτικού δανείου υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή. 3) Στην …… οφείλονται συνολικά 182.351,77 €: 3.1) 2,68 € από την …….. σύμβαση δανείου υπερανάληψης, 3.2) 7.118,45 € από το …… καταναλωτικό δάνειο, 3.3) 36.962,59 από το …… στεγαστικό δάνειο υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή και 3.4) 138.268,05 € από το ……. στεγαστικό δάνειο υπό την ιδιότητά του ως εγγυητή.
Πέραν των παραπάνω ποσών ο εκκαλών οφείλει, κατά το χρόνο συζήτησης της έφεσής του, το ποσό των 6.441,86 € στο …….., από σύμβαση δανείου μικροεπισκευών, το οποίο δεν έχει συμπεριλάβει στην αίτησή του για τη ρύθμιση των χρεών του, αν και προσκομίζει σχετικές βεβαιώσεις οφειλών από αυτό και ικανοποιείται με την παρακράτηση του ποσού των 236,14 € μηνιαίως από τα εισοδήματά του μέχρι τις 30-6-2019. Η παράλειψη του ως άνω πιστωτή του δεν οφείλεται σε δόλο ή βαριά αμέλεια του εκκαλούντος, καθώς αυτός υπολάμβανε ότι τα χρέη προς το ΤΠΔ εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του ν.3869/2010, ενόψει μάλιστα του ότι το εν λόγω δάνειο εξυπηρετείται κανονικά με απευθείας παρακράτηση της μηνιαίας τοκοχρεωλυτικής δόσης από το μισθό του, όπως προκύπτει άλλωστε και από τις προσκομιζόμενες από τον ίδιο βεβαιώσεις αποδοχών του. Εξάλλου, μετά την υποβολή της κρινόμενης αίτησης (13-10-2014) ο εκκαλών έχει λάβει δάνειο ποσού 3.001,40 € από τον Τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Υπαλλήλων Πυροσβεστικού Σώματος, για το οποίο εξακολουθεί να οφείλει το ποσό των 725,04 € (κατά το χρόνο συζήτησης της παρούσας). Το εν λόγω δάνειο, που επίσης εξυπηρετείται με παρακράτηση του ποσού των 90,63 € μηνιαίως από το μισθό του, εξοφλείται ολοσχερώς την 1-9-2017 και δεν καταλαμβάνεται από τη ρύθμιση του ν.3869/2010. Εξάλλου, παρά τα όσα αβάσιμα ισχυρίστηκε η τρίτη εφεσίβλητη, η αίτηση του εκκαλούντος περιείχε όλα τα αναγκαία κατά το άρθρο 4 ν.3869/2010 στοιχεία, όπως ίσχυε κατά το χρόνο κατάθεσής της (κατάσταση της περιουσίας του και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του, κατάσταση των πιστωτών και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και σχέδιο διευθέτησης οφειλών), ενώ οι επικαλούμενες από αυτή ατέλειες της υπεύθυνης δήλωσης, που συνοδεύει την αίτηση για ρύθμιση (δηλαδή το ότι βεβαιώνεται η ορθότητα των στοιχείων της αίτησης, αλλά παραλείπεται πιστωτής, κατά τα προαναφερόμενα), δεν συνεπάγονται το απαράδεκτο της αίτησης, κατά το άρθρο 4§2 β' ν.3869/2010, όπως αντικαταστάθηκε με τη διάταξη του άρθρου 12§ 1 ν.4161/2013, που ισχύει από 14-6-2013, και εφαρμόζεται ως δίκαιο που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης του Δικαστηρίου τούτου (ΑΠ 236/2015).
Ο εκκαλών, ηλικίας 41 ετών σήμερα, είναι πυροσβέστης, έγγαμος με την ………, η οποία εργάζεται σήμερα ως υπάλληλος γραφείου, και πατέρας δύο τέκνων (δίδυμων), ηλικίας 15 ετών, διαμένει δε σε κατοικία ιδιοκτησίας της συζύγου του, που ανεγέρθηκε με τα προαναφερόμενα στεγαστικά δάνεια, στα οποία έχει συμβληθεί ως εγγυητής. Οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονται σήμερα (βλ. το σημείωμα αποδοχών 2017) σε 1.422,50 € (από το παραπάνω ποσό παρακρατούνται επιπλέον 236,14 € για το ΤΠΔ, που όμως σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της απόφασης πρέπει να ενταχθεί και αυτό στη ρύθμιση - για τη μη εξαίρεση του ΤΠΔ από τη ρύθμιση του ν.3869/2010 [το δε παρακρατηθέν από το μισθό του εκκαλούντος ποσό συμπεριλαμβάνεται στο διαθέσιμο εισόδημά του, καθώς και 90,63 € υπέρ του ΤΕΑΥΠΣ, η παρακράτηση των οποίων θα σταματήσει το Σεπτέμβριο 2017], ενώ της συζύγου τoυ σέ 680 €. Σχετικά δε με τη διαχρονική εξέλιξη των εισοδημάτων του εκκαλούντος και της συζύγου του, όπως προκύπτουν από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τα σημειώματα αποδοχών του, πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Το έτος 2003 το μηνιαίο του εισόδημα ανερχόταν σε 1.146,58 € και της συζύγου του σε 625 €, το έτος 2004 σε 1.630 € και 394 € αντιστοίχως, το έτος 2005 σε 1.345,50 € και σε 970 € αντιστοίχως, το έτος 2006 σε 1.989 € και σε 907 € αντιστοίχως, το έτος 2007 σε 1.870 € και σε 1.032 € αντιστοίχως, το έτος 2008 σε 1.657 € και σε 1.037 € αντιστοίχως, το έτος 2009 σε 1940 € και σε 860 € αντιστοίχως, το έτος 2010 σε 1.700 € και σε 403 € αντιστοίχως, το έτος 2011 σε 1.400 € και σε 235 €, το 2012 σε 1.390 € και σε 580 € αντιστοίχως, το 2013 σε 1.350 € και σε 380 € μηνιαίως, για το 2015 σε 1.404 € και σε 820 €, για το 2016 σε 1.424 € και σε 680 € αντιστοίχως. Από την προαναφερόμενη αναλυτική παράθεση των εισοδημάτων του εκκαλούντος και της συζύγου του, προκύπτει προοδευτική μείωση των οικογενειακών εισοδημάτων του από το 2010 και εφεξής (ανέρχονταν από το 2006 μέχρι το 2009 σε 2.800 € μηνιαίως, κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης σε 1.730 € μηνιαίως, κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου σε 2.104 € μηνιαίως και σήμερα σε 2.102 € μηνιαίως), με αποτέλεσμα να μειωθεί σταδιακά η οικονομική δυνατότητα του ίδιου να εξυπηρετεί τα δάνειά του (είτε ως πρωτοφειλέτης είτε ως εγγυητής των δανείων της συζύγου του, που επίσης σταμάτησε να τα εξυπηρετεί) και τελικά αυτός να περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία εξυπηρέτησης των ήδη ληξιπρόθεσμων χρεών του προς τις εφεσίβλητες, αφού τα εισοδήματά του δεν επαρκούν, λαμβανομένων υπόψη και των βιοτικών του αναγκών, για την εξυπηρέτηση των παραπάνω δανειακών συμβάσεων (ο ίδιος αναφέρει στην ενώπιον, του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κατάθεσή του ότι μόνο για την εξυπηρέτηση των δανείων προς τις εφεσίβλητες απαιτούνταν 1.200 € μηνιαίως, ενώ για το δάνειο από το ΤΠΔ, που συνάφθηκε το 2009, δηλαδή πριν τη μείωση των μηνιαίων εισοδημάτων του, απαιτείται το ποσό των 236 € μηνιαίως δηλαδή συνολικά 1.436 € με οικογενειακά εισοδήματα το 2013 1.730 € και σήμερα 2.102 €, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε). Οι εφεσίβλητες ισχυρίστηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ότι ο εκκαλών έχει περιέλθει με δόλο σε αδυναμία πληρωμής των ήδη ληξιπρόθεσμων χρεών του προς αυτές, επικαλούμενες ότι προέβη στη σύναψη των προαναφερόμενων δανειακών συμβάσεων, καθώς και στην παροχή εγγυήσεων σε δάνεια της συζύγου του, δημιουργώντας χρέη ύψους άνω των 326.674.63 € προς αυτές, αν και γνώριζε ότι με βάση τα αναφερόμενα στην αίτησή του εισοδήματά του, θα ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσει. Η ως άνω ένσταση, ωστόσο, που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1§1 ν.3869/2010, τυγχάνει απορριπτέα ως ουσιαστικά αβάσιμη, καθώς δεν αποδείχθηκε ότι η περιέλευση του εκκαλούντος σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του οφείλεται σε δόλο, έστω και ενδεχόμενο, αυτού, με την επισήμανση ότι το σχετικό βάρος απόδειξης προς τούτο φέρουν κατά το νόμο οι εφεσίβλητες. Επισημαίνεται δε ότι α) κατά το χρόνο σύναψης των στεγαστικών δανείων (2005-2008 κατά τους ισχυρισμούς του εκκαλούντος, που δεν αντικρούονται από τις εφεσίβλητες) και του δανείου από το ΤΠΔ (2009), με βάση τα προεκτιθέμενα οικογενειακά εισοδήματα του εκκαλούντος και της συζύγου του μέχρι το έτος 2009 - 2,800 € - αυτοί μπορούσαν να καταβάλουν ευχερώς το συνολικό ποσό των 1.530 € (1.200 € + 263 για το ΤΠΔ) προς τους πιστωτές τους για την εξυπηρέτησή τους, ενόψει και του ότι οι εφεσίβλητες δεν ισχυρίζονται ότι το ποσό της ενήμερης δόσης των δανείων ήταν μεγαλύτερο από 1.200 € συνολικά, και β) η από το 2010 και εφεξής μείωση των εισοδημάτων του εκκαλούντος οφειλόταν στην εφαρμογή έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας για την αντιμετώπιση των υπερβολικών ελλειμμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησαν σε αδυναμία δανεισμού και τελικά σε διακρατική χρηματοδότησή του, η οποία δεν ήταν προβλεπτή από αυτόν κατά χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων, ενώ της συζύγου του οφειλόταν στην περιέλευση της σε κατάσταση ανεργίας και στην εύρεση νέας εργασίας με μειωμένες αποδοχές. Με τα παραπάνω δεδομένα, η περιέλευση του εκκαλούντος σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρεών του προς τις εφεσίβλητες δεν οφειλόταν σε δόλο του, καθώς ουδόλως προκύπτει ότι κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων ο εκκαλών δεν μπορούσε να τα εξυπηρετήσει με βάση τα εισοδήματά του ή ότι μπορούσε κατά τον παραπάνω χρόνο να προβλέψει τη μελλοντική αδυναμία εξυπηρέτησής τους. Με βάση τα προαναφερόμενα, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε ότι ο εκκαλών περιήλθε από δόλο σε μόνιμη αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρεών του προς τις εφεσίβλητες, με την επιλογή του να προβεί σε υπέρμετρο και δυσχερώς διαχειρίσιμο με βάση τα διαθέσιμα και αναμενόμενα στο μέλλον εισοδήματά του, αδιαφορώντας για τη δυνατότητα εξυπηρέτησης των δανειακών του συμβάσεων με τις εφεσίβλητες και απέρριψε την αίτηση ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε ως την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως βάσιμα ισχυρίζεται με τον πρώτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών. Θα πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της στον εκκαλούντα, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και αφού κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσίαν έρευνα από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), να ρυθμιστούν οι οφειλές του εκκαλούντος προς τις εφεσίβλητες, αλλά και προς το μη συμμετέχον στη δίκη Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (άρθρο 8§1 Ν. 3869/2010, 744 ΚΠολΔ), κατά το άρθρο 8 ν.3869/2010 (δεδομένου ότι ο αιτών στερείται ρευστοποιήσιμης περιουσίας, καθώς το ανήκον σ’ αυτόν 6% εξ αδιαιρέτου ενός αυτοκινήτου ΡΕUGΕΟΤ, πρώτης κυκλοφορίας 2005, δεν κρίνεται πρόσφορο προς ρευστοποίηση), όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το ν.4336/2015, καθώς το εφετείο τόσο για την κρίση περί της ορθότητας της εκκαλούμενης απόφασης στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (...), όσο και μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, εφαρμόζει το νόμο, που ισχύει κατά το χρόνο της δημοσίευσης της απόφασής του, ο δε ν.4336/2015 καταλαμβάνει αιτήσεις ρύθμισης χρεών που υποβάλλονται μετά την έναρξη της ισχύος του (14-8-2015) και όχι εκκρεμείς κατά την έναρξη της ισχύος του αιτήσεις. Επισημαίνεται ότι λόγω του μικρού ύψους του υπολειπόμενου χρέους προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε σχέση με το ύψος των χρεών του αιτούντος προς τις καθ’ ων η αίτηση, δεδομένου ότι αυτό θα ανέρχεται κατά το χρόνο έναρξης της ρύθμισης σε 4.459,14 € (υπολειπόμενο κεφάλαιο πλέον τόκων, αφού ήδη κατά τον παραπάνω χρόνο θα έχουν καταβληθεί συνολικά 23.614 €), δηλαδή σε ποσοστό 1% των συνολικών οφειλών του αιτούντος ύψους 366.085,02 €, αλλά και του ότι η πλήρης εξόφληση της οφειλής του αιτούντος προς αυτό προσδιορίζεται για τις 30-6- 2009, δηλαδή σε σύντομο χρόνο από την έκδοση της παρούσας, η κλήτευση του παραπάνω παραλειφθέντος πιστωτή για να συμμετάσχει στη δίκη σε νέα δικάσιμο που θα οριστεί δεν κρίνεται αναγκαία, λαμβανομένου υπόψη ότι η νέα δικάσιμος θα πλησιάζει το χρόνο πλήρους εξόφλησης της παραπάνω οφειλής. Οι εν γένει βιοτικές ανάγκες της οικογένειας του αιτούντος (δύο ενήλικες και δύο τέκνα) ανέρχονται σε 1.630 € μηνιαίως προκειμένου να καλυφθούν οι δαπάνες διαβίωσής τους διατροφή, ένδυση, υπόδηση, λειτουργικά έξοδα κατοικίας, υπηρεσίες υγείας και εκπαίδευσης, εστίαση (βλ. και τον καθορισμό του ύψους των μηνιαίων δαπανών διαβίωσης, επιμεριζόμενων σε 4 κατηγορίες, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή mw.efpolis.gr, που στηρίχθηκε στην Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής). Για την αντιμετώπιση των εν λόγω δαπανών, πέραν των εισοδημάτων του αιτούντος, συνεισφέρει με το ποσό των 505 € μηνιαίως και η σύζυγός του με τα εισοδήματά της. Συνεπώς, για την αποπληρωμή των ως άνω χρεών του ο αιτών μπορεί να διαθέτει το ποσό των 397 € μηνιαίως, λαμβανομένων υπόψη των εισοδημάτων του ιδίου, της συζύγου του και της ανάλογης προς τις δυνάμεις τους συνεισφοράς αμφοτέρων στην αντιμετώπιση των οικογενειακών τους αναγκών. Η ρύθμιση των χρεών του θα γίνει με μηνιαίες καταβολές, ποσού 397 €, στους πιστωτές του από τα εισοδήματά του για χρονικό διάστημα πέντε ετών, που θα αρχίζει την 1η εργάσιμη ημέρα του πρώτου μήνα αμέσως μετά τη δημοσίευση της παρούσας απόφασης, από τις οποίες οι πιστωτές του θα ικανοποιηθούν συμμέτρως με ποσό διανεμόμενο ανάλογα με το ύψος των απαιτήσεών τους. Σε κάθε έναν από τους πιστωτές του το ποσό των 397 € θα κατανεμηθεί ως εξής: α) στην ….. θα καταβάλλονται μηνιαίως 83 €, β) στην Τράπεζα …… θα καταβάλλονται μηνιαίως 115 €, γ) στην Τράπεζα …… θα καταβάλλονται μηνιαίως 194 € και δ) στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων θα καταβάλλονται μηνιαίως 5 €. Μετά την ολοκλήρωση των ανωτέρω καταβολών, στο τέλος της πενταετίας, κάθε πιστωτής θα έχει λάβει: α) η ….. 4.980 €, β) η Τράπεζα …… 6.900 €, γ) η Τράπεζα ….. 11.640 € και δ) το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 300 €. Με τις παραδοχές αυτές, το, ως Εφετείο, δίκασαν Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, αφού δέχθηκε κατ' ουσίαν την έφεση του εκκαλούντος-αιτούντος - ήδη πρώτου αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την 438/Φ. 2293/2016 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που είχε κρίνει τα αντίθετα και δικάζοντας επί της ουσίας την από 3.4.2013 αίτηση του ανωτέρω, δέχθηκε αυτήν εν μέρει και ρύθμισε τα χρέη του με τις αναφερόμενες σ’ αυτή (απόφαση) μηνιαίες καταβολές. Στην ερευνώμενη υπόθεση, με τον τρίτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, που επιτρεπτά ερευνάται αρχικά, εφόσον ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από την σειρά των αναιρετικών λόγων, που καθορίζουν οι διάδικοι (ΑΠ 595/2020, ΑΠ 1446/2018, ΑΠ 462/2017), αποδίδεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση η από τον αριθμό 1 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ πλημμέλεια, που συνίσταται στο ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να απορρίψει τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας για δόλια περιέλευση του αιτούντος δανειολήπτη-πρώτου των αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών του, οφειλόμενη, ειδικότερα, σε ενδεχόμενο δόλο του, παραβίασε, ευθέως, την προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1§1 εδάφ. τελευταίο του ν.3869/2010 και 330 του ΑΚ. Επίσης με τον πρώτο λόγο της αιτήσεως αναιρέσεως, αποδίδεται στην ως άνω απόφαση η από τον αριθμό 1 και 5 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ πλημμέλεια της παραβάσεως από το δικαστήριο της ουσίας της διατάξεως του άρθρου 10§1 του ν.3869/2010 περί ειλικρινούς δηλώσεως των περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων του αιτούντος, καθότι ενώ αναφέρει στην αίτησή του ότι το εισόδημά του ήταν τον Μάρτιο του 2013, 632,39 €, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ότι το μηνιαίο εισόδημά του ήταν το έτος 2013, 1.350 €. Επί των λόγω αυτών λεκτέα είναι τα ακόλουθα: Όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ' άρθρ. 561§2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των προτάσεών της, ενώπιον του Ειρηνοδικείο Αθηνών, η αναιρεσείουσα ανώνυμη τραπεζική εταιρεία επικαλέστηκε, για τη θεμελίωση του ισχυρισμού περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος δανειολήπτη - πρώτου των αναιρεσιβλήτων σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των δανειακών υποχρεώσεών του, ότι, αυτός περιήλθε με δόλο σε αδυναμία πληρωμής των ήδη ληξιπρόθεσμων χρεών του προς τις πιστώτριες, καθόσον προέβη στη σύναψη των δανειακών συμβάσεων, καθώς και στην παροχή εγγυήσεων σε δάνεια της συζύγου του, δημιουργώντας χρέη ύψους άνω των 326,674.63€ προς αυτές, αν και γνώριζε ότι με βάση τα αναφερόμενα στην αίτηση εισοδήματα του, θα ήταν αδύνατο να τα αποπληρώσει. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι ήδη από τον χρόνο ανάληψης των δανείων ήταν διαίτερα επισφαλής η αποπληρωμή των δανείων, αν όχι απολύτως αδύνατη. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψη και το γεγονός ότι η σύζυγος του αντιδίκου εργάζεται ως σύμβουλος αισθητικής, ένα επάγγελμα ιδιαιτέρως ασταθές, όπως παραδέχεται και ο ίδιος, θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικός και συνετός σε ότι αφορά τον δανεισμό. Αδυνατούμε να κατανοήσουμε πώς θα ήταν δυνατόν να αποπληρώσουν ένα τόσο μεγάλο χρέος με έναν μισθό δημοσίου υπαλλήλου και έναν μισθό ιδιωτικού υπαλλήλου (χωρίς να υπολογίζουμε ούτε τις δανειακές υποχρεώσεις της συζύγου του ούτε τα δάνεια που έχει λάβει από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων και από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο). Ο αντίδικος, όμως, συνέχισε να λαμβάνει δάνεια, χωρίς να προσδοκεί στο μέλλον σε μεγαλύτερα εισοδήματα. Ο αιτών επομένως, δημιούργησε τα ανωτέρω χρέη υπερβαίνοντας το μέτρο και την σύνεση του μέσου καταναλωτή, μολονότι γνώριζε ότι στο μέλλον θα αδυνατούσε να τα καλύψει ή τουλάχιστον προχωρούσε στη λήψη των δανείων αποδεχόμενος πλήρως ως πιθανό αποτέλεσμα την αδυναμία πληρωμής του και αψηφώντας τις συνέπειες. Υπό τα περιστατικά αυτά, η υπαιτιότητα του αιτούντος έχει τη μορφή του ενδεχόμενου δόλου, καθόσον προέβλεψε το αποτέλεσμα αυτό (της αδυναμίας πληρωμής των χρεών του) ως πιθανό και το αποδέχθηκε. Από τις προεκτεθείσες παραδοχές της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Δικαστήριο της ουσίας δέχθηκε ότι ο αιτών και ήδη πρώτος αναιρεσίβλητος, περιήλθε άνευ δόλου, έστω και ενδεχόμενου, σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρέτησης των ληξιπρόθεσμων χρεών του, ανερχομένων στο ποσό των 361.625,08 € (στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια από τις πιστώτριες ως πρωτοφειλέτης και εγγυητής σε δάνεια της συζύγου του), καθόσον κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων, αλλά και του δανείου από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, με βάση τα οικογενειακά εισοδήματα αυτού και της συζύγου του (2.800 €) δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι μπορούσε να καταβάλει ευχερώς το συνολικό ποσό των 1.536 € (1.200 € + 263,00 € στο Τ.Π.Δ.) προς τους πιστωτές του για την εξυπηρέτησή τους, ότι κατά τον χρόνο ανάληψης των δανείων αλλά και μεταγενέστερα (2010) δεν γνώριζε και δεν επεδίωξε ούτε προέβλεψε ως ενδεχόμενη την αδυναμία αποπληρωμής αυτών και ότι η κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών που έχει περιέλθει οφείλεται σε γεγονότα και περιστατικά ανεξάρτητα από τον ίδιο, ενώ παράλληλα ήταν απρόβλεπτα κατά τη σύναψη της εκάστοτε δανειακής σύμβασης όσο και κατά το χρόνο μετά την ανάληψη των χρεών του και ειδικότερα οφειλόταν στην εφαρμογή έκτακτων μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας για την αντιμετώπιση των υπερβολικών ελλειμμάτων του Ελληνικού Δημοσίου, που οδήγησαν σε αδυναμία δανεισμού και τελικά σε διακρατική χρηματοδότησή του, ενώ της συζύγου του οφειλόταν στην περιέλευση της σε κατάσταση ανεργίας και στην εύρεση νέας εργασίας με μειωμένες αποδοχές. Επομένως, αφού, κατά τις παραδοχές της προσβαλλομένης, δεν αποδείχθηκε δόλος του οφειλέτη-πρώτου αναιρεσιβλήτου, το δικαστήριο της ουσίας, απορρίπτοντας, ανεξάρτητα από την αοριστία του (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 156/2018, ΑΠ 755/2018), τον επίμαχο ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, ως ουσιαστικά αβάσιμο, δεν παραβίασε, ευθέως, τις παραπάνω ουσιαστικού δικαίου διατάξεις με εσφαλμένη υπαγωγή σε αυτή των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν, όπως αβάσιμα αυτή υποστηρίζει.
Η αιτίαση της αναιρεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την εξέταση της ως άνω ένστασης, δεν περιορίστηκε στα εισοδήματα του οφειλέτη της - πρώτου αναιρεσίβλητου, προκειμένου να εξετάσει την οικονομική τού δυνατότητα να ανταπεξέλθει στα δάνεια που έλαβε και στις εγγυήσεις που είχε, αλλά έλαβε υπόψη και εκείνα της συζύγου του, κρίνεται απορριπτέα, καθόσον η αδυναμία του οφειλέτη να αντεπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και των προστατευόμενών μελών της οικογένειάς του, για την αξιολόγηση δε της σχέσης ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη και της συζύγου του, λόγω της κατ’ άρθρο 1389 του ΑΚ υποχρέωσης των συζύγων για την από κοινού συνεισφορά στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογενείας τους, η οποία περιλαμβάνει όσα ορίζονται από το άρθρο 1390 του ΑΚ, μεταξύ των οποίων είναι και η υποχρέωση για συμβολή τους στη λειτουργία του κοινού οίκου, όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, η δε αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειάς του, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβίωσης του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειας του. Συνεπώς, ο λόγος αυτός (τρίτος) είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.
Απαράδεκτος και απορριπτέος κρίνεται και ο πρώτος λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβάσεως από το δικαστήριο της ουσίας της διατάξεως του άρθρου 10§1 του ν.3869/2010 περί ειλικρινούς δηλώσεως των περιουσιακών στοιχείων και εισοδημάτων του αιτούντος, διότι, υπό την επίφαση της συνδρομής των προϋποθέσεων θεμελίωσής του στη διάταξη του άρθρου 10§1 του ν. 3869/2010, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων από το Δικαστήριο (ΑΠ 81/2018), το οποίο, κατά τις παραδοχές του, με βάση τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος και τα σημειώματα αποδοχών του αιτούντος προέβη στην κατ' έτος εκτίμηση των εισοδημάτων του. Τέλος, από τις ίδιες πιο πάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, προκύπτει ότι έχει νόμιμη βάση και δη την απαιτούμενη αιτιολογία, γιατί καλύπτεται χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις και με πληρότητα και σαφήνεια, χωρίς να χρειαζόταν οποιαδήποτε άλλη περαιτέρω παραδοχή, το πραγματικό των εφαρμοστέων στην προκειμένη περίπτωση των προαναφερθέντων κανόνων του ουσιαστικού δικαίου, τους οποίους η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβίασε εκ πλαγίου με ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες, ενώ δεν ήταν αναγκαία η παράθεση και άλλων, για να αιτιολογηθεί, χωρίς αμφιβολία, το αποδεικτικό της πόρισμα. Ειδικότερα, η επικαλούμενη αιτίαση ότι στην προσβαλλομένη απόφαση δεν περιέχονται παραδοχές σχετικώς με το αν κάποιος από τους δανειστές της συζύγου του αιτούντος είχε στραφεί εναντίον της, ότι δηλαδή είχε ενεργοποιηθεί η εγγυητική ευθύνη του αιτούντος και είχε συσσωρεύσει ληξιπρόθεσμες οφειλές και από τα δάνεια της συζύγου του, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος καθόσον η εγγύηση δεν απαιτείται να είναι ληξιπρόθεσμη, όπως αβάσιμα η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται, καθώς ο οφειλέτης που έχει άλλα χρέη και ένα εξ αυτών είναι ληξιπρόθεσμο, μπορεί και πρέπει ενόψει του άρθρου 1§3 του ν.3869/2010 να εντάξει και την εγγύηση στη διαδικασία. Περιλαμβάνονται δε και οι μη ληξιπρόθεσμες ακόμη οφειλές. Ναι μεν από το γράμμα της τελευταίας περικοπής του εδ. α΄ της παρ.1 του άρθρου 1 του νόμου φαίνεται να προκύπτει ότι στη ρύθμιση του νόμου υπάγονται μόνο οι ληξιπρόθεσμες οφειλές, όμως το όλο πνεύμα του νόμου κινείται προς την κατεύθυνση να υπαχθούν στη ρύθμιση και μη ληξιπρόθεσμες οφειλές. Απλώς το ληξιπρόθεσμο των οφειλών απαιτείται κατά νόμο ως στοιχείο για τη συγκρότηση της μόνιμης αδυναμίας και νομιμοποιεί τον αιτούντα για την υποβολή της αίτησης προς υπαγωγή στις ρυθμίσεις του νόμου με συνέπεια η σχετική προϋπόθεση της αδυναμίας πληρωμής των ληξιπροθέσμων οφειλών να δύναται να πληρούται και όταν ο οφειλέτης, με βάση τα εισοδήματά του, δύναται μεν να εξοφλεί ακόμη και το σύνολο των χρεών του (και μη ληξιπροθέσμων), αλλά σε βάρος των βασικών βιοτικών αναγκών του. Επομένως ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 6 του άρθρου 560 του ΚΠολΔ, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.
Μετά από αυτά και μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου για να ερευνηθεί, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί στο σύνολό της. Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου, που έχει καταθέσει η αναιρεσείουσα στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495§3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν.4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016). Διάταξη περί δικαστικής δαπάνης δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β' του ν.3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 του ΚΠολΔ, καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8§6 εδ. β' του ν.3869/2010, κατά την οποία "δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται..." και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 59/2021, ΑΠ 52/2019, ΑΠ 1400/2019).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 25-9-2019 (αριθ. καταθ. ……../27-9-2019) αίτηση για αναίρεση της υπ' αριθ. …………/2017 αποφάσεως του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, που έχει κατατεθεί για την άσκηση της αιτήσεως αναιρέσεως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 20 Μαΐου 2022.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 24 Ιουνίου 2022.
Πίσω