Η πτώχευση φυσικών & νομικών προσώπων
Σκοπός της πτώχευσης είναι η συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του οφειλέτη μέσω της ρευστοποίησης του συνόλου της περιουσίας του και η απαλλαγή του οφειλέτη από το σύνολο των χρεών του.
Σημειωτέον ότι, ναι μεν ο μισθός και η σύνταξη του οφειλέτη αποτελούν περιουσιακά του στοιχεία, πλην όμως συμπεριλαμβάνονται στα ακατάσχετα, οπότε το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου εισοδήματος του οφειλέτη, τίθεται αυτομάτως εκτός της πτωχευτικής περιουσίας, λαμβανομένου υπόψη και του γεγονότος ότι ο νόμος δεν εντάσσει ούτως ή άλλως στην τελευταία το εισόδημα που αντιστοιχεί στις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
Με την πτώχευση επιτυγχάνεται η πλήρης απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, τρία έτη μετά την κήρυξη αυτής. Υπάρχει, επίσης, και η δυνατότητα απαλλαγής του ένα έτος μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εφόσον η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει την κύρια κατοικία του οφειλέτη ή/και άλλα πάγια περιουσιακά του στοιχεία που υπερβαίνουν σε αξία το 10% των συνολικών του υποχρεώσεων και η ελάχιστη αξία τους δεν υπολείπεται των 100.000 €, εξαιρουμένων όσων έχουν αποκτηθεί στην διάρκεια των δώδεκα μηνών που προηγούνται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης (αρ.92§3).
Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία και να κηρυχθεί η πτώχευση από το πτωχευτικό δικαστήριο χρειάζεται με βάση τα οικονομικά στοιχεία που τίθενται υπόψη του να πιθανολογηθεί ότι η περιουσία ή το εισόδημα του οφειλέτη, επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας. Σε περίπτωση που η περιουσία ή το εισόδημά του δεν επαρκούν, το δικαστήριο διατάσσει την καταχώριση του ονόματος ή της επωνυμίας, κατά περίπτωση, του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας (α. 77 § 4, 178 ν.4738/2020). Και σε αυτήν την περίπτωση, ο οφειλέτης απαλλάσσεται από τα χρέη του μετά την πάροδο τριών ετών από την εγγραφή του στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Να σημειωθεί ότι δεν προστατεύεται η κύρια κατοικία του οφειλέτη, παρά μόνο για μια μερίδα δανειοληπτών που ονομάζονται ευάλωτοι εκ του νόμου και πληρούν κριτήρια εξαιρετικά χαμηλού εισοδήματος. Στις περιπτώσεις αυτές των ευάλωτων δανειοληπτών, υπάρχει πρόβλεψη, να μεταβιβάζεται η κύρια οικία τους σε ένα φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης, ο οποίος έχει συσταθεί για το σκοπό αυτό και ο οφειλέτης να αποκτά δικαίωμα μίσθωσης της κύριας κατοικίας του, διάρκειας 12 ετών, με καταβολή μισθώματος και επιδότηση του ενοικίου και με δικαίωμα επαναγοράς στο τέλος της μίσθωσης. Σε περίπτωση μη καταβολής τριών μισθωμάτων ο οφειλέτης αποβάλλεται από την κύρια κατοικία του και χάνει το δικαίωμα επαναγοράς της. Εάν είναι συνεπής και καταβάλλει προσηκόντως το σύνολο των μισθωμάτων, μετά την πάροδο των 12 ετών, του δίνεται η δυνατότητα να επαναγοράσει το ακίνητο, καταβάλλοντας το ποσό που αντιστοιχεί στην εμπορική του αξία, η οποία προσδιορίζεται από πιστοποιημένο εκτιμητή. (αρ.219§5).
Απαραίτητη προϋπόθεση για την κατάθεση αίτησης πτώχευσης από τον οφειλέτη, είναι αυτός να έχει πτωχευτική ικανότητα. Πτωχευτική ικανότητα έχουν όλα τα φυσικά πρόσωπα και τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν οικονομικό σκοπό. Αυτή είναι η σημαντικότερη αλλαγή που επέφερε ο ν.4738/2020, καθώς, σε αντίθεση με το προισχύον πτωχευτικό δίκαιο, αποσυνδέθηκε η διαδικασία της πτώχευσης από την εμπορική ιδιότητα και προβλέπεται πλέον η δυνατότητα υπαγωγής στις ρυθμίσεις του ως άνω νόμου όλων των φυσικών προσώπων ανεξαιρέτως, τα οποία αποκτούν πλέον πτωχευτική ικανότητα.
Επιπροσθέτως, είναι προαπαιτούμενο, ο οφειλέτης να βρίσκεται σε παύση πληρωμών κατά τρόπο γενικό και μόνιμο, δηλαδή να μην καταβάλει ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του προς το Δημόσιο, τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, σε ύψος τουλάχιστον 40% των συνολικών του ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του για περίοδο τουλάχιστον έξι (6) μηνών, εφόσον η μη εξυπηρετούμενη υποχρέωσή του υπερβαίνει το ποσό των 30.000 €. Η επιλεκτική εκπλήρωση ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων δεν αίρει την παύση πληρωμών, η οποία μπορεί να συνίσταται και στην αδυναμία εκπλήρωσης ακόμα και μίας σημαντικής ληξιπρόθεσμης χρηματικής οφειλής.
Η αίτηση πτώχευσης μπορεί να κατατεθεί είτε από τον ίδιο τον οφειλέτη, είτε από τους πιστωτές του είτε από τον Εισαγγελέα, ενώπιον του κατά τόπον αρμοδίου Πολυμελούς Πρωτοδικείου, εκτός εάν πρόκειται για πτώχευση μικρού αντικειμένου, όπου κατατίθεται στο κατά τόπον αρμόδιο Ειρηνοδικείο. Για να εντοπίσουμε, ποιο είναι το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο, εξετάζουμε εάν ο οφειλέτης ασκεί ή όχι επιχειρηματική δραστηριότητα. Σε περίπτωση άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, το κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο προσδιορίζεται βάσει του κέντρου των κύριων συμφερόντων του (αρ.78§3 ν.4738/2020), σε αντίθετη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη ο τόπος της κύριας κατοικίας του οφειλέτη, όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία φορολογική του δήλωση.
Πτωχεύσεις μικρού αντικειμένου είναι εκείνες, στις οποίες συντρέχουν στον οφειλέτη – νομικό πρόσωπο δύο τουλάχιστον από τα κάτωθι κριτήρια: α) το σύνολο του ενεργητικού του (περιουσιακών του στοιχείων) να μην υπερβαίνει το ποσό των 350.000 €, β) το καθαρό ύψος του κύκλου εργασιών του να μην υπερβαίνει τις 700.000 €, γ) ο μέσος όρος απασχολούμενων κατά τη διάρκεια της περιόδου να μην υπερβαίνει τα δέκα άτομα.
Εφόσον πρόκειται για οφειλέτη – φυσικό πρόσωπο, αρκεί, για την ένταξή του στη διαδικασία της πτώχευσης μικρού αντικειμένου, το ενεργητικό της περιουσίας του να μην ξεπερνά τις 350.000 €. Πιο συγκεκριμένα, η ακίνητη περιουσία του φυσικού προσώπου, εφόσον αυτή βρίσκεται στην Ελλάδα, αποτιμάται βάσει της φορολογητέας αξίας για τον υπολογισμό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. (βάσει του ν. 4223/2013), όπως αυτή προκύπτει από την τελευταία πράξη προσδιορισμού φόρου (α. 11 § 1 ν.4738/2020 – εκτός αν βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλεως και υπολογίζεται βάσει της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου), ενώ, εφόσον αυτή βρίσκεται στην αλλοδαπή, βάσει της εμπορικής αξίας από έκθεση εκτιμητή ακινήτων (αρ.11§2 ν.4738/2020).
Με την απόφαση κήρυξης της πτώχευσης, το πτωχευτικό δικαστήριο διορίζει εισηγητή, δικαστή και σύνδικο της πτώχευσης και διατάσσει τη σφράγιση της πτωχευτικής περιουσίας. Επίσης, αποφαίνεται περί της εκποίησης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη. Στην απόφαση προσδιορίζεται και η ημέρα παύσης των πληρωμών η οποία τεκμαίρεται ότι είναι η τριακοστή ημερολογιακή ημέρα που προηγείται της υποβολής της αίτησης πτώχευσης ή η ημέρα υποβολής της αίτησης πτώχευσης.
Αποτελέσματα της Πτώχευσης:
Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, με την πτώχευση, επιτυγχάνεται η πλήρης απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη του, τρία έτη μετά την κήρυξη αυτής ή μετά την εγγραφή του οφειλέτη στο Ηλεκτρονικό Μητρώο Φερεγγυότητας.
Η απαλλαγή του οφειλέτη αφορά οφειλές ατομικές του οφειλές (δηλαδή οφειλές βεβαιωμένες στον ΑΦΜ του οφειλέτη) ή οφειλές από συνυπευθυνότητα (δηλαδή οφειλές βεβαιωμένες στον ΑΦΜ τρίτου προσώπου, για την καταβολή των οποίων ο οφειλέτης ευθύνεται εις ολόκληρον με το πρόσωπο αυτό), οι οποίες ανάγονται σε χρόνο πριν την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ανεξαρτήτως χρόνου έκδοσης του νόμιμου τίτλου είσπραξης και ανεξαρτήτως αν οι οφειλές έχουν αναγγελθεί ή όχι.
Επίσης, από την κήρυξη της πτώχευσης οι απαιτήσεις των πιστωτών παύουν να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους και προσαυξήσεις εκπρόθεσμης καταβολής. Η παύση βέβαια της τοκογονίας δεν ισχύει για τους συνοφειλέτες και τους εγγυητές. Αυτοί συνεχίζουν να ευθύνονται έναντι των πιστωτών, αν δεν έχει καλυφθεί το σύνολο της απαίτησής τους, ανεξαρτήτως τυχόν απαλλαγής του πρωτοφειλέτη.
Από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά το άρθρο 46 του ν.4174/2013 (Α΄ 170).
Συνοψίζοντας, η κήρυξη της πτώχευσης αποτελεί μία αποφασιστική λύση ιδίως για εκείνους τους οφειλέτες που είτε έχουν εξαιρετικά υψηλές οφειλές, είτε δεν έχουν ακίνητη περιουσία, καθώς μπορεί να δώσει λύση στο οικονομικό τους αδιέξοδο, προσφέροντάς τους, ως αναφέρεται και στον τίτλο του νομοθετήματος, μια «δεύτερη ευκαιρία» (fresh start).
Πίσω