ΑΠΟΦΑΣΗ 901/2022 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 901/2022 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
15ο ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης 901 /2022
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

         Συγκροτούμενο από τη Δικαστή ……. Εφέτη, η οποία ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Εφετείου Αθηνών και από τη Γραμματέα …...

         Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 16 Σεπτεμβρίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

         Του καλούντος-εκκαλούντος …..… του …….., κατοίκου ……. Αιτωλοακαρνανίας, με ΑΦΜ …… ΔΟΥ ………., τον οποίο εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος του Ευανθία Στεφανέα βάσει δήλωσης του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ.

         Της καθ’ ης η κλήση-εφεσίβλητης: Της υπό ειδική εκκαθάριση πιστωτικού ιδρύματος με την επωνυμία «………….», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …… και ….., με ΑΦΜ ….. και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ειδικό εκκαθαριστή ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «….….», με ΑΦΜ …….., που εδρεύει στο …… Αττικής (οδός ….. αρ…. και ….) και εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος της …….

         Ο εναγών και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών την από 17-7-2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …../…./2009 αγωγή, για να εκδικαστεί με την τακτική διαδικασία. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2013 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή.

        Την πιο πάνω απόφαση προσβάλλει ο εκκαλών με την από 15-5-2014 έφεσή του, προς το Δικαστήριο τούτο, που έχει κατατεθεί με αριθμό …./2014, η οποία συζητήθηκε την 14-5-2015 κατ' αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε επ' αυτής η υπ’ αριθ. ……/2016 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης της στο ακροατήριο και τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης.

         Με την από 29.7.2019 και με αρ.κατ. …./…./2019 κλήση του ο εκκαλών επαναφέρει προς συζήτηση την έφεσή του και η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 21-5-2020, κατά την οποία η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων της χώρας σε εκτέλεση των μέτρων αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών του ΟθνΠΜ9, για το χρονικό διάστημα από 16.5.2020 έως 31.5.2020 με την υπ’ αριθ. Δ1α/ΓΠ.οικ.30340 ΚΥΑ(ΦΕΚ Β’ 1857/15.5.2020). Με την υπ’ αριθ. 3099/22-4-2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών ορίστηκε οίκοθεν δικάσιμος για τη συζήτηση της υπόθεσης η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη η υπόθεση στο οικείο πινάκιο.

         Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και κατέθεσαν έγγραφες προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

         Με την με αριθ. έκθ. κατάθ. …./…../2019 κλήση του εκκαλούντος-ενάγοντος, νομότυπα επαναφέρεται η συζήτηση της από 17-7-2009 (…./…../2009) αγωγής του, μετά τη διενέργεια και την κατάθεση της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που διέταξε το παρόν Δικαστήριο με την …./2016 απόφασή του, αφού προηγήθηκε η τυπική και ουσιαστική παραδοχή της αριθ. έκθ. κατάθ. …../2014 έφεσης του ενάγοντος και εξαφανίσθηκε η εκκαλουμένη …../2013 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, για τη αρχικώς προσδιορισθείσα δικάσιμο της 21.5.2020, οπότε η συζήτηση αυτής ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων της χώρας σε εκτέλεση των μέτρων αντιμετώπισης των αρνητικών συνεπειών του COVID-19, για το χρονικό διάστημα από 16.5.2020 έως 31.5.2020 με την υπ’αριθμ. Δ1α/ΓΠ.οικ, 30340 ΚΥΑ (ΦΕΚ Β’ 1857/15.5.2020 και ακολούθως για την προσδιορισθείσα αυτεπαγγέλτως με την υπ’ αριθ. 3099/22-4-2021 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Αθηνών δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (16.9.2021), ενώ, με πρωτοβουλία του Γραμματέα, ακολούθησε η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο, η οποία, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και παραδεκτά εισάγεται υπό την παρούσα σύνθεση λόγω υπηρεσιακής μεταβολής του ορισθέντος ως δικαστή που συμμετείχε στην αρχική σύνθεση αυτού (ΑΠ 871/2011 δήμοσ στη ΝΟΜΟΣ).

     Από τις διατάξεις των άρθρων 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 47, 64 έως 67 του ΝΔ της 17 7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών" σαφώς συνάγεται ότι αλληλόχρεος (ή ανοικτός) λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν με σύμβαση να μη επιδιώκονται ή διατίθενται μεμονωμένα οι απαιτήσεις των δύο μερών, που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να φέρονται σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να εκκαθαρίζονται και να αποσβήνονται κατά το κλείσιμο του λογαριασμού αυτού, που θα γίνεται κατά ορισμένα χρονικά διαστήματα, σε τρόπο, ώστε να αποτελέσει τη μοναδική μεταξύ τους απαίτηση το κατάλοιπο του λογαριασμού, που τυχόν θα υπάρξει. Επομένως, βασικό στοιχείο της έννοιας του - αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η ύπαρξη συμφωνίας υπαγωγής σε κοινό λογαριασμό απαιτήσεων και των δύο μερών, που θα προκύπτουν από τις συναλλαγές τους. Η ύπαρξη της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή, για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο, αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 1850/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1453/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1227/2006 ΔΕΕ 2007, 61, ΑΠ 1458/2006 ΕλλΔνη 2009,1745 και ΑΠ 579/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ανωτέρω έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού και την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέει από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, προκύπτει, ότι δεν αποκλείεται ο συνδυασμός τραπεζικής πίστωσης ή χορήγησης δανείου οποιασδήποτε μορφής (εμπορικού, βιοτεχνικού κλπ.) και αλληλόχρεου λογαριασμού, ο οποίος (συνδυασμός) συνήθως απαντάται στη μεταξύ τραπεζών και χρηματοδοτούμενων εμπόρων πρακτική και χαρακτηρίζεται ως άνοιγμα πίστωσης με ανοιχτό λογαριασμό. Στην τελευταία αυτή περίπτωση του ανοιχτού λογαριασμού συμφωνείται μεταξύ της τράπεζας και του πιστούχου εμπόρου, ότι η εξυπηρέτηση του δανείου (βιοτεχνικού, εμπορικού κλπ.) θα γίνει μέσω σύμβασης ανοιχτού λογαριασμού, ότι δηλαδή η πίστωση θα κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις αυτού από τον ίδιο με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1790/2008 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1458/2006 οπ, ΕφΑΘ 3984/2011 ΔΕΕ2011, 1276, ΕφΑΘ 4425/2009 ΕλλΔνη 2010, 133).

        Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 ΑΚ προκύπτει, ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, ήτοι εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό, για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοιχτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό: α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητα της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθηση της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεολύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, προερχόμενα από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοπίζονται. Κάθε δε συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με τον πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και ιδίως τον τρίμηνο ανατοκισμό (ΕφΘεσ 3078/2002 ΔΕΕ 2003, 958. ΕΑΑ 2296/2013, ΕφΑΘ 3345/1999 ΝοΒ 48, 54 και τις εκεί παραπομπές στη θεωρία και στη νομολογία). Τέλος, ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης και η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στη δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και είναι αδιάφορη η ονομασία, την οποία έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη ή το ένα μέρος (ΑΠ 772/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 455/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ. ΑΠ 15/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 734/2011 ΔΕΕ 2012, 1180, ΑΠ 1047/2010 ΕλλΔνη 2011, 803, ΑΠ 881/2010 ΔΕΕ 2010, 1082, ΑΠ 1438/1995 ΕλλΔνη 39, 588).

         Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 39§1 του ν.3259/4-8-2004: «1) Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου έκαστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 και 5 του παρόντος άρθρου (δάνεια άνω των 2.201.000 € έως 31-12-1999 και δάνεια αρχικού κεφαλαίου άνω των 400.000 € ή δάνεια αγροτών). 2) Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη τους, ούτε σε συνέχιση διαδικασιών, που έχουν ήδη αρχίσει μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2004  εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης, ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις. 3) Παρέλευση της προθεσμίας- της προηγούμενης παραγράφου άπρακτης ή καθυστέρηση στην εξόφληση δόσης που έχει σύμφωνηθεί με τη ρύθμιση πέρα των ενενήντα (90) ημερών παρέχει το δικαίωμα στο πιστωτικό ίδρυμα να αρχίσει ή να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω. Στην περίπτωση αυτή η οφειλή θα εκτοπίζεται με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο υπερημερίας από την πρώτη μέρα καθυστέρησης... 5) Προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν, 2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου, προκειμένου, δε, περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση. Για δάνεια, που χορηγήθηκαν πριν από το έτος 1990, εφόσον δεν υπάρχουν επαρκή στοιχεία των οφειλών αυτών για την ανεύρεση του αρχικού κεφαλαίου, η συνολική οφειλή δεν δύναται να υπερβαίνει ποσοστό 150% του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην τελευταία προ του έτους 1990 ρύθμιση. Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο. Και ως προς τις οφειλές αυτές ισχύουν οι λοιπές διατάξεις του παρόντος άρθρου (…). Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπως ισχύει». Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων καθίσταται σαφές, ότι σε περίπτωση περισσότερων δανείων και πιστώσεων, το τριπλάσιο (ή αναλόγως το διπλάσιο) υπολογίζεται επί του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων ή, προκειμένου για αλληλόχρεους λογαριασμούς, επί του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού (ΑΠ 26/2010). Άλλωστε, από την §8 του άρθρου 39 του ν.3259/2004, ορίζεται: «Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, ότι οι καταβολές αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, χωρίς να απαιτείται να γίνει χωριστός υπολογισμός για καθεμία δανειοδότηση. Επιπλέον, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει, ότι στην τελική οφειλή δεν είναι δυνατό να προστεθεί οποιαδήποτε επιβάρυνση και ειδικότερα τέλος, εισφορά, φόρος η έξοδα. Τούτο προκύπτει από την ως άνω διάταξη του άρθρου 42§1 του ν.2912/2001 και την αντίστοιχη της §8 του άρθρου 39 του ν.3259/2004, του οποίου ο σκοπός συνίσταται στην απαλλαγή του οφειλέτη δανειολήπτη από την υπέρμετρη επιβάρυνση του εκ μέρους των πιστωτικών ιδρυμάτων, με υψηλά επιτόκια και επαναλαμβανόμενους ανατοκισμούς, οι οποίοι τα τελευταία χρόνια οδήγησαν σε απόγνωση και χρεοκοπία μεγάλο αριθμό δανειοληπτών, δημιουργώντας οξύ και μείζον κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο προκάλεσε την παρέμβαση του νομοθέτη για την αντιμετώπισή του. Ειδικότερα, στις διατάξεις αυτές ορίζεται «... η συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ... δεν μπορεί να υπερβεί...». Η ρύθμιση αυτή διαφοροποιείται από την προηγούμενη του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπου οριζόταν ότι : «η συνολική οφειλή από τόκους σε καθυστέρηση ... δεν μπορεί να υπερβεί…» Δηλαδή με το ν.2789/2000 αναφερόταν ως συνολική οφειλή μόνο εκείνη, που συμπεριλάμβανε τους τόκους, ενώ με το ν.2912/2001 και το ν.3259/2004 για τον καθορισμό της έννοιας της συνολικής οφειλής δεν περιλαμβάνεται ειδικότερος προσδιορισμός από κάποια άλλη επιβάρυνση. Εάν ο νομοθέτης ήθελε να προστίθενται στη διαμορφούμενη τελική οφειλή και άλλες επιβαρύνσεις από φόρους, τέλη, εισφορές, έξοδα κλπ, θα το όριζε ρητά, όπως έκανε με τον προγενέστερο νόμο (2789/2000), που προέβλεπε την προαφαίρεση τούτων, από τις καταβολές, ρύθμιση που, όμως, πλέον δεν επαναλαμβάνεται (ΕφΑΘ 4814/2014 αδημ).

         Τέλος από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Έτσι παράγεται μια πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος, παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί και μεταξύ των παλαιού και του νέου οφειλέτη, με τη συναίνεση του δανειστή, ακόμη και σιωπηρά, χωρίς να υπόκειται σε συστατικό τύπο (ούτε όταν η μεταξύ του οφειλέτη και του αναδοχέα αιτία απαιτεί τύπο), είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο, αλλά ανάληψης του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η αναλαμβανόμενη από τον αναδοχέα πρόσθετη υποχρέωση (εις ολόκληρον) παραμένει αιτιώδης ή αναιτιώδης, όπως ήταν προηγουμένως και τελεί, κατά τη γέννηση της, σε εξάρτηση από την παλαιά οφειλή. Η ευθύνη δε του αναδοχέα (υποσχεθεντός) έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική ενοχή εις ολόκληρον (αρθρ. 481 επ.ΑΚ), με συνέπεια ο δανειστής να δικαιούται να εναγάγει οποιονδήποτε των συνοφειλετών ή όλους μαζί ή συγχρόνως ή διαδοχικά για το σύνολο ή για μέρος της παροχής (βλ.. Ολ.ΑΠ 1760/2006 ΤΝΠΝόμος, ΕφΘεσ 20/2006 ΤΝΠΝόμος, ΕφΘεσ 1420/2001, 551333, ΕφΠειρ 178/2004, ΠειρΝ 2004.164, Γεωργιάδης - Σταπια ΑστΚωδ., άρθρο 477, αριθ. 1, 2, 6, 7, 8, 10, άρθρα 483, 485, αριθ.), 1 ης 68, άρθρο 486 αριθ. 35, 710, Απ. Γεωργιάδης, Ενοχικό Δίκαιο, Γεν Μέρος παρ. 43, σελ. 441-443) Ο αναδοχέας έχει απέναντι στον δανειστή τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και ο παλαιός οφειλέτης. Επίσης και ενστάσεις που αφορούν το αναδεχθέν χρέος μπορούν να προβληθούν από το νέο οφειλέτη κατά του δανειστή τόσο οι διακώλυτικής όσο και οι αναβλητικές και ανατρεπτικές της γέννησης της απαίτησης ενστάσεις αλλά και οι οικονομικές (αρθ. 472, 473 ΑΚ Α.Γεωργιάδη ΣΕΑΚ αρθ. 472 αρ. 1-473 α3, 4).

         Από τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι για να ληφθούν υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από την έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης με ημερομηνία 7.6.2019 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου …../7.6.2019, την οποία κατάρτισε ο πραγματογνώμονας ……., οικονομολόγος-λογιστής, ο οποίος ορίστηκε με την υπ’ αριθμόν …../2016 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα περιστατικά: Ο ενάγων είναι νόμιμος κληρονόμος του πατέρα του …… του ….., ο οποίος απεβίωσε την 1 -7-2005 και όσο ζούσε ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, και για την εξυπηρέτηση των αγροτικών επαγγελματικών του δραστηριοτήτων στο …… Αιτωλοακαρνανίας σύνηψε με την εναγόμενη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ΑΓΡΟΤΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ, στα υποκαταστήματά της στην ….., ….. και ….. Αιτωλοακαρνανίας, το χρονικό διάστημα από 10-10-1974 έως 12-02-1980 δεκατέσσερις συμβάσεις μεσοπρόθεσμων δανείων, συνολικού ύψους 2.166.710 δρχ ή 6.358,65 €, και πιο συγκεκριμένα: 1) στις 10-10-1974 την υπ' αριθ. …../10-10-1974 δανειακή σύμβαση ποσού 20.000 δρχ. ή 58,69 € με επιτόκιο 6%, διάρκεια 7 έτη, με σκοπό την κατασκευή στεγάστρου, 2) στις 24 10-1974 την υπ' αριθ. …../24-10-1974 δανειακή σύμβαση ποσού 30.000 δρχ. η 88,04 € με επιτόκιο 3%, διάρκεια 5 έτη και με σκοπό την αγορά 40 προβάτων, 3) στις 24-10-1974 την υπ' αριθ. …./24-10-1974 δανειακή σύμβαση ποσού 30.000 δρχ. ή 88,046 € με επιτόκιο 3%, διάρκεια 5 έτη, και με σκοπό την αγορά 40 προβάτων, 4) στις 31-07-1975 την υπ' αριθ. …../31-07-1975 δανειακή σύμβαση ποσού 2.700 δρχ. ή 7,926 € με επιτόκιο 6% διάρκεια 3 έτη και με σκοπό την αγορά καπνόπανου, 5) στις 03-02-1976 την υπ' αριθ. …./03-02-1976 δανειακή σύμβαση ποσού 40.000 δρχ. ή 117,396 € με επιτόκιο 8%, διάρκεια 5 έτη, και με σκοπό τη διατήρηση 40 εριφίων, 6) στις 10-03-1976 την υπ' αριθ. …../10-03-1976 δανειακή σύμβαση ποσού 200.000 δρχ. ή 586,946 € με επιτόκιο 6% διάρκεια 8 έτη, και με σκοπό την αγορά 25 αγελάδων, 7) στις 02-10-1976 την υπ' αριθ. …./02-10-1976 δανειακή σύμβαση ποσού 80δρχ, ή 234,786 € με επιτόκιο 6% διάρκεια 5 έτη και με σκοπό τη διατήρηση αμνάδων, 8) στις 05-08-1977 την υπ' αριθ. …./05-08-1977 δανειακή σύμβαση ποσού 200.000 δρχ. ή 586,94 € με επιτόκιο 6,5% διάρκεια 10 έτη και με σκοπό την κατασκευή ποιμνιοστασίου, 9) στις 03- 02-1978 την υπ' αριθ. …./03-02-1978 δανειακή σύμβαση ποσού 100.000 δρχ. ή 293,47 € με επιτόκιο 6,5% διάρκεια 5 έτη και με σκοπό τη διατήρηση αμνάδων, 10) στις 03-02-1978 την υπ' αριθ. …../03-02- 1978 δανειακή σύμβαση ποσού 70,000 δρχ. ή 205,436 € με επιτόκιο 6,5% διάρκεια 5 έτη και με σκοπό τη διατήρηση αμνάδων, 11) στις 03-02-1978 την υπ' αριθ. …./03-02-1978 δανειακή σύμβαση ποσού 60,000 δρχ. ή 176,086 € με επιτόκιο 5% διάρκεια 20 έτη και με σκοπό την αποπεράτωση οικίας, 12) στις 11-02-1980 την υπ' αριθ. .…. /11-02-1980 δανειακή σύμβαση ποσού 24.010 δρχ. ή 70,466 € με επιτόκιο 8%, διάρκεια 12 έτη και με σκοπό την αποπεράτωση οικίας, 13) στις 19-12-1984 την υπ' αριθ. …../19-12-1984 δανειακή σύμβαση ποσού 440.000 δρχ. ή 1.291,27 με επιτόκιο 15%, διάρκεια 5 έτη και με σκοπό την αναπαραγωγή αρνιών, 14) στις 12-02-1986 την υπ' αριθ. …./12-02-1986 δανειακή σύμβαση ποσού 2.553,196 € με επιτόκιο 15,25%, διάρκεια 20 έτη και με σκοπό την ανέγερση ποιμνιοστασίου. Με βάση τις ανωτέρω συμβάσεις μεσοπρόθεσμων δανείων εκταμιεύθηκε συνολικά το ποσό των 2.166.710 δρχ. ή 6.358,656 €. Επίσης, ο …… του …… στα πλαίσια της ανωτέρω δραστηριότητας του και για την εξυπηρέτηση αυτής συνήψε με την εναγόμενη τα εξής βραχυπρόθεσμα δάνεια: τις υπ' αριθ. …/84 και …./85 συμβάσεις πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ύψους μέχρι του ποσού των 150.000 δρχ. ή 4.402,056 € και 500.000 δρχ. ή 1.467,356 € αντίστοιχα με επιτόκιο 12% και διάρκεια έως 31-12-1986 και την υπ' αριθ. …./02-02-1987 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό ύψους μέχρι του ποσού των 1.500.000 δρχ. ή 4.402,056 € με επιτόκιο 16% και διάρκειας έως 31-12-1989 βάσει των οποίων εκταμιεύτηκε συνολικά το ποσό των 3.910.653 δρχ. ή 11.476,606 €. Ειδικότερα εκταμιεύτηκαν τα κάτωθι κεφάλαια βραχυπρόθεσμων δανείων: 1) Την 21-6-1983 εκταμιεύτηκε ποσό 30.000 δρχ ή 88,04 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1984. 2. Την 29-6-1983 εκταμιεύτηκε ποσό 5.390 δρχ. ή 15,82 €, με επιτόκιο 12 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1984. 3. Την 2-5-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 20.000 δρχ. ή 58,69 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985. 4. Την 20-2-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 5.390 δρχ ή 15,82 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985. 5. Την 13-2-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 400.000 δρχ ή 1.173,88 €, με επιτόκιο 12 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985. 6. Την 1-8-1984 εκταμιεύτηκε ποσό δρχ ή 586,94 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6- 1985. 7. Την 14-8-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 216.000 δρχ ή 633,9 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985. 8. Την 19-12-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 10.000 δρχ ή 29,35 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985. 9. Την 24-12-1984 εκταμιεύτηκε ποσό 100.000 δρχ ή 293,47 €, με επιτόκιο 12 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985 10. Την 4-1-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 250.000 δρχ ή 733,68 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1985, 11. Την 30-1-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 150.000 δρχ ή 440,21 €, με επιτόκιο 12 % και χρόνο λήξεως στις 30 6- 1985. 12. Την 6-3-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 10.780 δρχ ή 31,64 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 13. Την 13-3-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 100.000 δρχ ή 293,47 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6- 1986. 14. Την 11-4-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 80.000 δρχ ή 234,78 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-9-1985. 15. Την 9-4-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 75.000 δρχ ή 220,10 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 16. Την 17-7-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 500.000 δρχ ή 1.467,35 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986.· 17.-Την 31-7-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 200.000 δρχ ή 586,94 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30- 6-1986. 18. Την 16-8-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 200.000 δρχ ή 586,94 €ευρώ, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 19. Την 18-10-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 100.000 δρχ ή 293,47 €, με επιτόκιο 12 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 20. Την 4-11-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 37.225 δρχ ή 109,24 €, με επιτόκιο 12% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 21. Την 23-12-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 250.000 δρχ ή 733,68 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 22. Την 18-12-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 150.000 δρχ ή 440,21 €, με επιτόκιο 16 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 23. Την 23-1-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 120.000 δρχ ή 352,16 €, με επιτόκιο 16 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 24. Την 31-1-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 120.000 δρχ ή 352,16 €, με επιτόκιο 16 % και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 25. Την 4-3-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 100.000 δρχ ή 293,47 €, με επιτόκιο 16% ή και χρόνο λήξεως στις 30-6-1986. 26. Την 14-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 50.000  δρχ ή 146,74 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 31-12- 1986. 27. Την 14-4-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 90.000 δρχ ή 264,12 €ευρώ, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1987. 28. Την 18-4-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 49.220 δρχ ή 144,45 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1987. 29. Την 21-5-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 100.000 δρχ ή 293,47 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 31-12-1986. 30. Την 1-7-1986 εκταμιεύτηκε ποσό 30.000 δρχ ή 88,04 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1987. 31. Την 20-3-1987 εκταμιεύτηκε ποσό 14.596 δρχ. ή 42,83 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1988. 32. Την 10-4-1987 εκταμιεύτηκε ποσό 90.000 δρχ. ή 264,12 €ευρώ, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1988, 33. Την 16-4-1985 εκταμιεύτηκε ποσό 27.052 δρχ. ή 79,39 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1987. 34. Την 18-12-1987 εκταμιεύτηκε ποσό δρχ. ή 88,04 €, με επιτόκιο 17% και χρόνο λήξεως στις 30-6-1988. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, το σύνολο των κεφαλαίων που εκταμιεύθηκαν, δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων μεσοπρόθεσμων δανείων, ανέρχονται όπως προεκτέθηκε σε 6.358,65 € και τα αντίστοιχα ποσά για τα βραχυπρόθεσμα δάνεια ανέρχονται σε 11.476,60 € και συνολικά εκταμιεύθηκε από τις ανωτέρω συμβάσεις μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανείων το συνολικό ποσό των 17.835,25 € (11.476,604-6.358,65) ή 6.077.363 δραχμές. Για τα ανωτέρω δάνεια σύμφωνα με την από 13.8.2002 σύμβαση αναδοχής χρέους που συνήφθη μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης, ο ενάγων υπεισήλθε στις υποχρεώσεις και τα δικαιώματα που απορρέουν από τις ανωτέρω περιγραφόμενες συμβάσεις τις οποίες είχε συνάψει ο πατέρας του ………. του …….

         Ακολούθως αποδείχθηκε ότι ο ενάγων προς εξόφληση των ανωτέρω δανείων έκανε έως την 4/8/2004 προς την εφεσίβλητη- εναγόμενη καταβολές συμβάσεων δανείων συνολικού ποσού 10.863.206 δρχ ή 31.880,28 €. Ήτοι κατέβαλλε για: I. Μεσοπρόθεσμα δάνεια α) προς εξόφληση της υπ’ αριθ. …./19-12-1984 σύμβασης μεσοπρόθεσμου δανείου καταβλήθηκε ποσό 74.798 δρχ ή 219,51 €, β) προς εξόφληση της υπ’ αριθ. …./12-2-1986 σύμβασης μεσοπρόθεσμου δανείου καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 966.366 δρχ ή 2836 €, γ) προς εξόφληση της υπ’ αριθ. …/11-2-1980 σύμβασης μεσοπρόθεσμου δανείου καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 37.211 ή 109,20 €, δ) προς εξόφληση της υπ’ αριθμ. …/3-2-1978 σύμβασης μεσοπρόθεσμου δανείου καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 97.592 δρχ ή 286,40 €, Β. Βραχυπρόθεσμα δάνεια. Προς εξόφληση των βραχυπρόθεσμων δανείων όπως προκύπτει από την κίνηση του τηρούμενου υπ’ αριθ. …… λογαριασμού καταβλήθηκε το συνολικό ποσό των 3.786.747 δρχ ή 11.112,98 €. Επιπρόσθετως, προς εξόφληση των ανωτέρω δανειακών συμβάσεων σε πρόσθετες πράξεις ρύθμισης, ήτοι η από 14-9-1984 ρύθμιση μεσοπρόθεσμων δανείων κτηνοτροφικών χρεών, η από 20-12- 1984 ρύθμιση μεσοπρόθεσμων χρεών, η υπ’ αριθ. …./17-4-1992 πρόσθετη δανειακή σύμβαση ρύθμισης οφειλών, η υπ’ αριθ. …./27-1-1995 πρόσθετη δανειακή σύμβαση ρύθμισης οφειλών και η υπ’ αριθ. …./13.8.2002 πρόσθετη πράξη ρύθμισης οφειλών καταβλήθηκε προς εξόφληση το συνολικό ποσό των 5.900.492 δρχ ή 17.316,20 €. Παρά τις ως άνω γενόμενες καταβολές, η εναγόμενη εμφάνιζε την ληξιπρόθεσμη εξ αυτών των δανείων οφειλή ως διαμορφωθείσα βάσει των στοιχείων από τα τηρούμενα λογιστικά βιβλία της την 4.8.2004 στο ποσό των 88.257.55 €. Έτσι όταν ο εκκαλών-ενάγων απέστειλε προς την εφεσίβλητη- εναγόμενη την από 22-9-2004 αίτησή του περί υπαγωγής των οφειλών του στο άρθρο 39 του ν.3259/2004, η τελευταία με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……./10-11-2004 έγγραφό της του γνωστοποίησε τα εξής: 1) οι συνολικές οφειλές του από συμβάσεις, που υπάγονται στο άρθρο 39 του ν. 3259/2004, με λογιστικό 4-8-2004, ανέρχονται στο ποσό των 56.662,22 € και 2) εάν οι ίδιες οφειλές εκτοκιστούν, σύμφωνα με τους όρους των οικείων συμβάσεων και τα ισχύοντα στην ΑΤΕ, με λογιστικό 4-8-2004, ανέρχονται στο ποσό των 88.257,55 €.

         Σύμφωνα όμως με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, κατά το ορθό υπολογισμό του ύψους της οφειλής του εκκαλούντος-ενάγοντος με βάση το άρθρο 39 του ν.3259/2004, α) ως προς τα μεσοπρόθεσμα δάνεια πρέπει να χρησιμοποιηθεί ο συντελεστής «2», β) ως προς τα βραχυπρόθεσμα δάνεια, εφόσον αυτά κατά τα ως άνω δεν αποτελούν αλληλόχρεους λογαριασμούς, πρέπει να τεθεί ως βάση υπολογισμού της σχετικής οφειλής τα ληφθέντα κεφάλαια των δανείων και όχι το λογιστικό κατάλοιπο των τηρηθέντων λογαριασμών κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης αυτών. Επιπλέον, στην προκειμένη περίπτωση της ύπαρξης περισσότερων δανείων, οι κατά τα ως άνω υπολογισμοί πρέπει να γίνουν επί του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων, ενώ για τον προσδιορισμό της οφειλής του εκκαλούντος- ενάγοντος, με βάση το άρθρο 39 του ν. 3259/2004, δεν πρέπει να συνυπολογιστούν ποσά προερχόμενα από ανατοκισμό τόκων, ασφάλιστρα και γενικότερα οποιοδήποτε ποσό αφορά τέλος, εισφορά, φόρο ή έξοδα. Επιπροσθέτως, από το σύνολο των όρων των συναφθέντων συμβάσεων παροχής πίστωσης, ήτοι των υπ’ αριθ. …/84, …./85 και της υπ’ αριθ. …../1987 σύμβασης παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό, με βάση τις οποίες εκταμιεύθηκαν τα πιο πάνω κεφάλαια βραχυπρόθεσμων δανείων, προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού, ο οποίος δόθηκε από την εφεσίβλητη-εναγομένη Τράπεζα, οι εν λόγω συμβάσεις δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις περί αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά αποτελούν συμβάσεις δανείου, διότι, δεν διαλαμβάνουν συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών, ότι οι αμοιβαίες χρεοπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλεια και την ατομικότητά τους και ότι η αξίωση της εφεσίβλητης εναγομένης τραπεζικής εταιρείας θα γεννάται μόνο, από το προκύπτον, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, κατάλοιπο αυτού. Αντιθέτως, ρητά αναφέρεται στις εν λόγω συμβάσεις, ότι οι απαιτήσεις της δανείστριας τραπεζικής εταιρείας θα αποδεικνύονται με βάση εντάλματα πληρωμής ή άλλα ειδικά έγγραφα (γεγονός που δεν συνάδει με την απώλεια της αυτοτέλειας των κονδυλίων χρεοπιστώσεως), και όχι, όπως θα έπρεπε, εάν πράγματι επρόκειτο περί αλληλόχρεου λογαριασμού, από το κατάλοιπο αυτού. Τα ανωτέρω αναφερόμενα δεν αναιρούνται από το ότι στις εν λόγω συμβάσεις και ειδικότερα στο άρθρο 9 αυτών αναγράφεται ότι η λογιστική παρακολούθηση των βραχυπρόθεσμων δανείων, τα οποία θα χορηγηθούν, θα γίνεται σε ενιαία υπομερίδα του πιστούχου, με τη μορφή του ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού, ενόψει του ότι δεν πρόκειται περί αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εφεσίβλητη-εναγόμενη, αλλά περί απλού δοσοληπτικού λογαριασμού. Τούτο δε διότι η τήρηση ενός λογαριασμού, ο οποίος απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής επιστήμης, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, εκ των οποίων οι παροχές του ενός συμβαλλόμενου μέρους αποτελούν καταβολές έναντι των, εκ των παροχών του άλλου μέρους, - απαιτήσεων, οι οποίες δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, χωρίς την ύπαρξη ρητής ή έστω σιωπηρής παρεπόμενης συμφωνίας περί υποβολής των εκατέρωθεν παροχών σε αυτοτελή διαθέσιμα κονδύλια πίστωσης και χρέωσης του τηρούμενου λογαριασμού, ώστε δικαστικά επιδιώξιμο να είναι μόνο το προκύπτουν κατά το κλείσιμο αυτού κατάλοιπο, δεν αποτελεί αλληλόχρεο λογαριασμό, αλλά έχει το χαρακτήρα απλού, δοσοληπτικού λογαριασμού. Ως εκ τούτων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39 του ν.3259/2004, σε συνδυασμό με αυτές του άρθρου 30 του ν.2739/2000, όπως ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους από το άρθρο 42 του ν.2912/2001, το ύψος της οφειλής του εκκαλούντος-ενάγοντος την 4-8-2004, αφαιρουμένων των γενόμενων καταβολών μέχρι την 4/8/2004 υπολογίζεται ως εξής: το σύνολο των κεφαλαίων που εκταμιεύθηκαν, δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων δανείων, που ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 17.835,25 € (11.476,60+6.358,65) ή 6.077,363 δραχμές, την ημερομηνία εφαρμογής του νόμου (4.8.2004) πολλαπλασιάζεται με το συντελεστή 2, σύμφωνα με την οικεία νομοθεσία, με τελικό γινόμενο το ποσό των 35.670,51 €, από το οποίο αφαιρουμένων των γενόμενων μέχρι την 4.8.2004 καταβολών ύψους 31.880,28 €, έως την ίδια ημερομηνία, προκύπτει, ως υπόλοιπη οφειλή το ποσό των 3.790,23 €. Εν συνεχεία, αφαιρουμένων των μεταγενέστερων καταβολών, μετά δηλαδή την 4/8/2004, ποσού 15.440,90 €, «το αποτέλεσμα γίνεται αρνητικό, ήτοι -11.650,67 €, σημαίνει δηλαδή ότι έχει καταβληθεί το ποσό αυτό ως Αχρεωστήτως καταβληθέν», όπως αποφαίνεται ο νομίμως διορισθείς από
το Δικαστήριο πραγματογνώμονας, όπου στο συμπέρασμά του καταλήγει ότι «ο ενάγων έχει καταβάλλει παραπάνω το ποσό των 11.650,67 €».
         Με τα δεδομένα αυτά γενομένου δεκτού ότι οι επίδικες συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων εκταμιεύθηκαν τα βραχυπρόθεσμα δάνεια, κινήθηκαν μέσω απλών δοσοληπτικών και όχι αλληλόχρεων λογαριασμών και ως εκ τούτου ο υπολογισμός της οφειλής του ενάγοντος πρέπει να γίνει με βάση το ληφθέν το κεφάλαιο και όχι τα λογιστικά κατάλοιπα των λογαριασμών, η οφειλή του ενάγοντος προς την εναγόμενη τράπεζα από όλες τις ένδικες συμβάσεις, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 39 του ν.3259/2004 διαμορφώνεται την 4.8.2004 στο ποσό των 3.790,23 €, και κατόπιν μεταγενέστερων καταβολών, μετά δηλαδή την 4/8/2004, ποσού 15.440,90 €, «το αποτέλεσμα γίνεται αρνητικό, ήτοι 11.650,67 €, ήτοι έχει καταβληθεί το ποσό αυτό ως αχρεωστήτως καταβληθέν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ανωτέρω αχρεωστήτως καταβληθέν ποσό των 11.650,67 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν στην εναγόμενη-εφεσίβλητη, κατανεμόμενα ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας αντίστοιχα κάθε διάδικης πλευράς (άρθρα 178παρ.1,183,191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 495 ΚΠολΔ, να επιστραφεί το παράβολο της έφεσης στον καταθέτη, λόγω της εν μέρει νίκης του.

                                                                   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

         Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

          Δέχεται εν μέρει την  με αρ. κατ. …/…./2009 αγωγή.

      Υποχρεώνει την εφεσίβλητη - εναγόμενη να καταβάλει στον εκκαλούντα το συνολικό ποσό των έντεκα χιλιάδων εξακοσίων πενήντα ευρώ και εξήντα επτά λεπτών (11.650,67 €), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.

          Διατάσσει την επιστροφή του παράβολου της έφεσης στον καταθέτη εκκαλούντα.

        Καταδικάζει την εφεσίβλητη- εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του εκκαλούντος-ενάγοντος ύψους χιλίων (1000) ευρώ.

      Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα την 22η Φεβρουάριου 2022 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

 

Πίσω