ΑΠΟΦΑΣΗ 195/2022 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ 195/2022 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

 Αριθμός 195/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολίτικά Τμήμα

       Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: ……, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, ……… - Εισηγήτρια, ……., ……… και ……., Αρεοπαγίτες.

       Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       Της αναιρεσείουσας: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας υπό ειδική εκκαθάριση με την επωνυμία «………..» που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από την εταιρία «……..», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ……….

       Του αναιρεσιβλήτου: …….….. του …., κατοίκου Ψαχνών Ευβοίας. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Πάρι Αναστασάκο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.

       Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 25-01-2010 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …../2011 μη οριστική, …../2015 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και …../2019 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 6-11-2019 αίτησή της.

       Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από οι  διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε τη παραδοχή της αίτησης και τη καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Με την προσβαλλόμενη με την υπό κρίση αναίρεση υπ’ αρ. ……/2019 απόφαση του Εφετείου Αθηνών απορρίφθηκε η έφεση της εναγόμενης (αναιρεσείουσας) κατά της υπ αριθμ. ……./2015 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο, αφού προηγήθηκε η διεξαγωγή λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που διατάχθηκε με την ……./2011 μη οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή, με την οποία ο αναιρεσίβλητος ζητούσε: α) να αναγνωριστεί ότι η έννομη σχέση, η οποία συνδέει αυτόν με την εναγόμενη και ήδη (υπό ειδική εκκαθάριση τελούσα) αναιρεσείουσα τραπεζική εταιρία, όσον αφορά τις αναφερόμενες συμβάσεις πίστωσης, δυνάμει των οποίων εκταμιεύτηκαν βραχυπρόθεσμα δάνεια, δεν αποτελούν άνοιγμα πίστωσης, που κινήθηκε μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, αλλά συμβάσεις δανείου, για τις οποίες τηρήθηκε απλός δοσοληπτικός λογαριασμός και ότι η οφειλή του από τις άνω συμβάσεις, καθώς και από έτερες συμβάσεις μεσοπρόθεσμων δανείων, πρέπει να υπολογιστεί με βάση τα ληφθέντα κεφάλαια δανείων, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 39 του ν.3259/2004 και β) να αναγνωριστεί ότι, κατ' ορθή εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 39 ν.3259/2004, η οφειλή του προς την εναγόμενη τραπεζική εταιρία, όχι μόνο έχει πλήρως εξοφληθεί, αλλά προκύπτει πιστωτικό υπέρ αυτού υπόλοιπο κατά τα στη αγωγή αναφερόμενα.

       Στο άρθρο 39 του ν.3259/2004 "Περαίωση εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων, ρύθμιση ληξιπρόθεσμων χρεών κ.λπ." ορίζεται: α) Στην παράγραφο 1: "Η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, οι οποίες συνομολογούνται ή έχουν συνομολογηθεί, πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου με πιστωτικά ιδρύματα, δεν δύναται να υπερβαίνει το τριπλάσιο του, κατά περίπτωση, ληφθέντος κεφαλαίου, εκάστου δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων δανείων ή πιστώσεων ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε, κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, με την επιφύλαξη των παραγράφων 4 (που εξαιρεί από τη ρύθμιση τις μεγάλες οφειλές και τα δάνεια πάνω από ένα ορισμένο ποσό) και 5 του παρόντος άρθρου", β) στην παράγραφο 2: "Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να αναπροσαρμόσουν το ύψος των απαιτήσεών τους σύμφωνα με τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου. Τα πιστωτικά ιδρύματα οφείλουν να μην προχωρήσουν σε έναρξη διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξή τους ούτε σε συνέχιση διαδικασιών που έχουν ήδη αρχίσει, μέχρι την 31 η Δεκεμβρίου 2004 ή εφόσον εκκρεμεί η αίτηση του επόμενου εδαφίου για τη συνομολόγηση της ρύθμισης ή για όσο χρόνο ο οφειλέτης είναι ενήμερος. Μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 οι οφειλέτες ή οι εγγυητές πρέπει να υποβάλουν στα πιστωτικά ιδρύματα αίτηση για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση. Η αποπληρωμή της προκύπτουσας κατά τα ως άνω οφειλής πρέπει να έχει διάρκεια πέντε (5) έως επτά (7) ετών, εκ των οποίων δύο (2) έτη θα αποτελούν περίοδο χάριτος και η αποπληρωμή θα γίνεται με ισόποσες περιοδικές δόσεις, εκτός και αν τα δύο μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά. Η οφειλή θα είναι έντοκη με το εκάστοτε ισχύον επιτόκιο της ενήμερης οφειλής για όμοιες χρηματοδοτήσεις¨, γ) στην παράγραφο 5: "Προκειμένου περί οφειλών κατά το κύριο επάγγελμα αγροτών, σχετικών με την επαγγελματική τους αυτή δραστηριότητα, που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπως ισχύει, το συνολικό ύψος τους δεν δύναται να υπερβαίνει το διπλάσιο του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών το διπλάσιο του ποσού της οφειλής, όπως διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση... Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να υπολογίζουν το ύψος της οφειλής της παρούσας παραγράφου, να τη γνωστοποιούν στον οφειλέτη και να συνομολογούν τη ρύθμιση εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, η οποία πρέπει να υποβληθεί, μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2004 το αργότερο", δ) στην παράγραφο 8: "Καταβολές που έγιναν οποτεδήποτε από τον οφειλέτη, τον εγγυητή ή τρίτο και αφορούν σε οφειλές ρυθμιζόμενες με τις ανωτέρω παραγράφους, αφαιρούνται από το συνολικό ποσό της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώνεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος", ε) στην παράγραφο 10: "Στις διατάξεις του παρόντος άρθρου υπάγονται και τα δάνεια που έχουν ρυθμισθεί με βάση το ν.128/1975" και στ) στην παράγραφο 12: "Κατά τα λοιπά ισχύουν αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπως ισχύει". Περαιτέρω, κατά τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 30 του ν.2789/2000 "Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την οδηγία αριθ. 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19.5.1998... και λοιπές διατάξεις”, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 47 του ν.2873/2000 και αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν.2912/2001, "Κατ’ εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί, ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31.11.2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του, κατά περίπτωση, ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσοτέρων δανείων...”. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων, οι οποίες εγκαθίδρυσαν υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από συμβάσεις ή πιστώσεις ώστε η εκάστοτε προς αυτά οφειλή να μην υπερβαίνει το τετραπλάσιο, τριπλάσιο ή διπλάσιο, κατά περίπτωση, του ληφθέντος κεφαλαίου κάθε δανείου ή πίστωσης ή του αθροίσματος των ληφθέντων κεφαλαίων περισσοτέρων λογαριασμών του ποσού της οφειλής, όπως αυτή διαμορφώθηκε κατά την τελευταία εκταμίευση του λογαριασμού, και όπως το ως άνω πολλαπλάσιο ορίστηκε με το άρθρο 30 §1 του Ν.2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 του ν.2912/2001, σε συνδυασμό και με τη διάταξη της §12 του άρθρου 39 του ν.3259/2004, προκύπτει ότι με το άρθρο 39 του ν.3259/2004 βελτιώθηκαν οι ρυθμίσεις του ως άνω άρθρου 30§1 του ν.2789/2000, όπως αυτό αντικαταστάθηκε, και περιορίστηκε μόνο το οριζόμενο, ως ανώτατο όριο, του τετραπλασίου της απαίτησης από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων με πιστωτικά ιδρύματα, στο τριπλάσιο αυτής (και εξαιρετικά για τις οφειλές των αγροτών στο διπλάσιο), δεν καταργήθηκαν δε οι ως άνω διαβαθμίσεις των οφειλών ανάλογα με το χρόνο κλεισίματος του λογαριασμού. Το ως άνω πολλαπλάσιο των απαιτήσεων, όπως αυτό ορίστηκε με την αρχική διάταξη του άρθρου 30 του ν.2789/2000 και στη συνέχεια με τη διάταξη του άρθρου 42§1 του ν.2912/2001, εξακολουθεί να ισχύει παράλληλα με το ν.3259/2004, διότι η διάταξη αυτή δεν έχει χρονικά όρια εφαρμογής και εξακολουθεί να ισχύει και να εφαρμόζεται αναλόγως κατά τα λοιπά και μετά τη νέα ρύθμιση του ν.3259/2004, σύμφωνα με την §12 του ίδιου άρθρου 39 του νόμου αυτού (ΑΠ 763/2019, ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1433/2015). Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο νόμος ρύθμισε ο ίδιος αυτοτελώς και πλήρως τόσο τις προϋποθέσεις όσο και το ύψος της ex lege επιτασσόμενης προσαρμογής των οφειλών από τόκους. Επομένως, η ρύθμιση των οφειλών χωρεί αυτοδικαίως και δεν απαιτείται για την ενεργοποίησή της κάποια άλλη προϋπόθεση και ειδικότερα η εμπρόθεσμη υποβολή αίτησης από τον οφειλέτη προς την Τράπεζα. Η προβλεπόμενη από την §2 του άρθρου 39 υποχρέωση των οφειλετών να υποβάλουν, μέσα στην προβλεπόμενη προθεσμία, αίτηση "για την υπαγωγή τους στη ρύθμιση” συνιστά προϋπόθεση για την υπαγωγή αυτών στη ρύθμιση (χρόνος αποπληρωμής 5-7 ετών σε ισόποσες δόσεις κ.λπ., αναστολή εκτελέσεως) και όχι προϋπόθεση για την ενεργοποίηση της υποχρέωσης της Τράπεζας να επανακαθορίσει την οφειλή στα όρια που ο νόμος διαγράφει. Όπως προαναφέρθηκε, η αναπροσαρμογή της οφειλής χωρεί αυτοδικαίως και γι’ αυτό η §3 του άρθρου 39 ορίζει ως συνέπεια της παρελεύσεως άπρακτης της προθεσμίας υποβολής της ανωτέρω αίτησης ότι το πιστωτικό ίδρυμα έχει δικαίωμα "να αρχίσει η να συνεχίσει τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης για την είσπραξη της ανεξόφλητης οφειλής, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω”, στο ύψος δηλαδή που κατά τα προαναφερόμενα αυτοδικαίως αναπροσαρμόσθηκε. Ως εκ τούτου η απαίτηση της Τράπεζας είναι εκ του νόμου βέβαιη και εκκαθαρισμένη, προσδιορίζεται δε κατ’ αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τις εν λόγω διατάξεις, με την εκτέλεση αριθμητικών πράξεων και αφού ληφθεί ως βάση το ποσό της οφειλής, δηλαδή με βάση το κατά περίπτωση ληφθέν κεφάλαιο προκειμένου περί συμβάσεως δανείου ή πιστώσεως ή το άθροισμα των ληφθέντων κεφαλαίων επί πλειόνων συναφών συμβάσεων, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών με βάση το ποσό της οφειλής, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την τελευταία εκταμίευση του οικείου λογαριασμού, (ΑΠ 488/2017). Εξάλλου, οι ρυθμίσεις του άρθρου 39 ν.3259/2004 είναι ευνοϊκότερες για τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, έναντι των άλλων οφειλετών, για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές τους απέναντι στα πιστωτικά ιδρύματα, διότι στην §5 αυτού ορίζεται ότι, εφόσον ο οφειλέτης κατά το χρόνο κατάρτισης των δανειακών συμβάσεων κ.λπ. με τα πιστωτικά ιδρύματα ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, για τον επανακαθορισμό της οφειλής του από τις συμβάσεις αυτές θα ληφθεί υπόψη ο συντελεστής 2 και όχι 3 και συγκεκριμένα η βάση του υπολογισμού της οφειλής του από τις δανειακές του συμβάσεις θα προκόψει από το άθροισμα του ποσού του ληφθέντος κεφαλαίου εκάστης, χωρίς να υπολογίζονται οφειλές από τόκους και έξοδα, το άθροισμα δε αυτό θα πολλαπλασιαστεί με συντελεστή 2 και ακολούθως από το γινόμενο που θα προκόψει θα αφαιρεθούν οι οποτεδήποτε γενόμενες καταβολές εκ μέρους του για να εξαχθεί η τελική οφειλή αυτού προς το πιστωτικό ίδρυμα (ΑΠ97/2020,ΑΠ26/2010).

       Ως αγρότες θεωρούνται τα φυσικά πρόσωπα που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις του άρθρου 1§1 του ν.2520/1997, όπως αντικαταστάθηκε με την §8 του άρθρου 13 του ν.2601/1998 (ΑΠ1406/2018) αλλά και τα νομικά πρόσωπα, που είναι κατά κύριο επάγγελμα αγρότες (Ολ ΑΠ 4/2014).Ωστόσο, η ανωτέρω προνομιακή ρύθμιση δεν καταλαμβάνει όλες ανεξαίρετα τις οφειλές των αγροτών προς τα πιστωτικά ιδρύματα αλλά μόνο  εκείνες "που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου 30 του ν.2789/2000, όπως ισχύει" (ΑΠ 488/2017). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕΝ. 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 "περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών", αλληλόχρεος λογαριασμός είναι η σύμβαση με την οποία τα μέρη, από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έμπορος, συμφωνούν να μην επιδιώκουν ούτε να διαθέτουν μεμονωμένως τις απαιτήσεις που προκύπτουν από τις μεταξύ τους συναλλαγές, αλλά να τις φέρουν σε κοινό λογαριασμό, με σκοπό να τις εκκαθαρίσουν κατά το κλείσιμό του, έτσι ώστε να αποσβεστούν κατά το μέρος που καλύπτονται και να οφείλεται ως μοναδική απαίτηση το κατάλοιπο που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009). Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ. 2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Πάντως το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου. Τον χαρακτήρα σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού έχει και η παροχή πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό στις τραπεζικές συναλλαγές, από την οποία οφείλεται, με απόσβεση κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του λογαριασμού των επί μέρους κονδυλίων χρεοπιστώσεων που καλύπτονται, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού οριστικό; κατάλοιπο (ΑΠ 1281/2017, ΑΠ 1437/2014).

       Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 806, 807 και 361 ΑΚ σαφώς προκύπτει ότι η σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δηλαδή εκείνη, κατά την οποία ο αντισυμβαλλόμενος προβαίνει σε τμηματικές καταβολές προς τη δανείστρια Τράπεζα, καθορισμένες εκ των προτέρων κατά χρόνο και κατά ποσό για την κάλυψη παρασχεθέντος δανείου, είναι τελείως διαφορετική ,από εκείνη του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι δε δοσοληψίες από το τοκοχρεωλυτικό δάνειο, ως από τη φύση τους, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν με την τήρηση ανοικτού λογαριασμού, αφού δεν είναι απαιτητό από την αρχή το σύνολο του χρέους και για το λόγο αυτό α) κάθε δόση είναι διακριτή από τις υπόλοιπες και διατηρεί την αυτοτέλεια και ατομικότητα της και δεν είναι δυνατή η παρακολούθησή της ως μέρους ενός ετερογενούς συνόλου, που περιέχει κεφάλαιο και άληκτα χρεωλύσια, αλλά και κονδύλια του ίδιου λογαριασμού, τα οποία προέρχονται από διαφορετικές αιτίες, που επιβάλλουν ανομοιογενή μεταχείριση και β) δεν είναι δυνατό το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού και ο ανά τρίμηνο ανατοκισμός του συνόλου του καταλοίπου, διότι κάθε δόση του τοκοχρεωλυτικού δανείου περιέχει και άληκτους τόκους, οι οποίοι δεν είναι επιτρεπτό να εκτοκίζονται. Κάθε δε συνομολόγηση, κατά την οποία το τοκοχρεωλυτικό δάνειο θεωρείται ως ανοικτός λογαριασμός, είναι παράνομη, αφού γίνεται με τον πρόδηλο σκοπό να πορισθεί η Τράπεζα έμμεσα και ανεπίτρεπτα ωφελήματα, που παρέχονται από το άρθρο 112 ΕισΝΑΚ και ιδίως τον ανά τρίμηνο ανατοκισμό. Όταν δεν είναι δυνατό οι μεταξύ των μερών κύριες συμβάσεις και δοσοληψίες να εξυπηρετηθούν μέσω αλληλόχρεου λογαριασμού, τότε η τήρησή του δεν είναι επιτρεπτή και αυτό ανεξάρτητα από την ύπαρξη κοινής συμφωνίας, η οποία, ως αντίθετη στη φύση και λειτουργία και στα αποτελέσματα του, κρίνεται ως μη σύννομη. Συνακόλουθα δεν υπάρχει δυνατότητα αποστολών από την πλευρά του ενός διαδίκου (ΑΠ 754/2021, ΑΠ 543/1998). Επίσης δεν συντρέχει περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού όταν η συνδέουσα τα μέρη έννομη σχέση δεν είναι τραπεζικό άνοιγμα πίστωσης αλλά κοινός δανεισμός, όταν δηλαδή η μεν δανείστρια τράπεζα καταβάλλει το δάνεισμα στον οφειλέτη ή με βάση - σύμβαση υπόσχεσης δανείου εφάπαξ ή τμηματικά ο δε δανειζόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να το επιστρέφει εφάπαξ ή τμηματικά όπως στην περίπτωση τοκοχρεολυτικού δανείου που αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποδώσει σε τακτές προσυμφωνημένες τοκοχρεωλυτικές δόσεις. Τέλος, ο νομικός χαρακτηρισμός της σύμβασης και η επιλογή των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο αποφαίνεται με βάση τα προτεινόμενα από τους διαδίκους και αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά και είναι αδιάφορη η ονομασία, την οποία έδωσαν στη σύμβαση τα μέρη (ΑΠ 772/2012). Έτσι, σε περίπτωση που προκύπτει από τις αποδείξεις ότι συνήφθη από τα μέρη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι οι συμβαλλόμενοι χαρακτήρισαν τη σχέση τους ως σύμβαση παροχής δανείου με ανοικτό λογαριασμό (ΑΠ 1049/2020, ΑΠ 97/2020, ΑΠ 1438/1995, ΑΠ 79/1995). Επίσης, κατά τη διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται μόνον αν παραβιάσθηκε κανόνας ουσιαστικού δικαίου στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται, αν δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, δηλαδή με απόδοση στον κανόνα δικαίου έννοιας μη αληθινής ή μη αρμόζουσας ή έννοιας περιορισμένης ή στενής, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ7/2006, ΟλΑΠ4/2005).

       Στην προκειμένη περίπτωση με τον μοναδικό λόγο αναίρεσης αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για εσφαλμένη ερμηνεία των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 668 ΕΝ. 361, 874 ΑΚ, 112ΕισΝΑΚ και 47, 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, τις οποίες εσφαλμένα το Εφετείο δεν εφάρμοσε (στις βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα μεταξύ τους συμβάσεις) καίτοι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους, και των άρθρων 806-807 ΑΚ, τα οποία εσφαλμένα τούτο εφάρμοσε, καίτοι δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις τους, με συνέπεια τον εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό της έννομης σχέσης που συνδέει τους διαδίκους ως δανείου, αντί του ορθού  χαρακτηρισμού αυτής ως πίστωσης με αλληλόχρεο λογαριασμό, με περαιτέρω αποτέλεσμα τη μη ορθή εφαρμογή του άρθρου 39 του ν.3259/2004 αναφορικά με τη βάση υπολογισμού της οφειλής, καθόσον (το Εφετείο) δέχθηκε ότι ως βάση του υπολογισμού λαμβάνεται το άθροισμα των ποσών των ληφθέντων κεφαλαίων, δίχως οφειλές από τόκους και έξοδα, ώστε να προκύπτει ανυπαρξία οφειλής για τον ενάγοντα, ενώ έπρεπε να θέσει ως βάση υπολογισμού το κατάλοιπο εκάστης πίστωσης κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης.

       Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος τα ακόλουθα: «...Ο ενάγων είναι αγρότης κατά κύριο επάγγελμα. Στο πλαίσιο της αγροτικής του δραστηριότητας και προς εξυπηρέτηση αυτής κατάρτισε με την εναγόμενη τράπεζα η οποία ήδη τελεί υπό εκκαθάριση τις ακόλουθες συμβάσεις μεσοπρόθεσμων δανείων: 1) την υπ’ αριθμ. ..…./23-12-1969 σύμβαση μεσοπρόθεσμου τοκοχρεωλυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε το ποσό των 100.000 δραχμών, ήδη 293,47 €, με επιτόκιο 4% και χρόνο αποπληρωμής δέκα (10) έτη, 2) την υπ αρ. …../20-5-1991 σύμβαση μεσοπρόθεσμου τοκοχρεωλυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε το ποσό των 11.412.000 δραχμών ήδη 33.490,83 € με επιτόκιο 24,25% και χρόνο αποπληρωμής εννέα (9) έτη, και 3) την υπ’ αρ. …../22-5-1991 σύμβαση μεσοπρόθεσμου τοκοχρεωλυτικού δανείου, δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε το ποσό των 9.378.000 δραχμών ήδη 27.521,65 € με επιτόκιο 24,25% και χρόνο αποπληρωμής δύο (2) έτη. Επιπλέον ο εναγών κατάρτισε με την εναγόμενη για τον ίδιο ως άνω σκοπό τις κατωτέρω συμβάσεις με τίτλο «σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό λογαριασμό το κείμενο των οποίων είναι πανομοιότυπο με το κείμενο των ανωτέρω συμβάσεων και συγκεκριμένα: 1) την υπ’ αρ. …./30-11-1984 σύμβαση δυνάμει (της οποίας) εκταμιεύθηκαν α) το ποσό των 10.800.000 δραχμών ήδη 31.694,79 € με επιτόκιο 17% και χρόνο αποπληρωμής ένα (1) έτος, β) το ποσό των 1.624.000 δραχμών ήδη 4.765,96 € με επιτόκιο 17% και χρόνο αποπληρωμής ένα (1) έτος και γ) το ποσό των 12.600.000 δραχμών, ήδη 36.977, 26 € με επιτόκιο 17% και χρόνο αποπληρωμής ένα (1) έτος, 2) την υπ’ αριθ. …./21-3-1990 σύμβαση, δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε το ποσό των 11.558.470 δραχμών, ήδη 33.920,67 €, με επιτόκιο 16% και χρόνο αποπληρωμής ένα (1) έτος και 3) την υπ1 αριθ. …../15-10-1991 σύμβαση, δυνάμει της οποίας εκταμιεύθηκε το ποσό των 13.700.000 δραχμών, ήδη 40.205,43 €, με επιτόκιο 23% και χρόνο αποπληρωμής ένα (1) έτος. Δηλαδή, η εναγομένη χορήγησε στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 71.172.470 δραχμών.

       Περαιτέρω, σε σχέση με τις ανωτέρω υπ’ αριθ. …./1984,…./1990 και …./1991 συμβάσεις αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με το άρθρο 2 των εν λόγω συμβάσεων συμφωνήθηκε ότι: «Για τη λήψη των δανείων, ο πιστούχος θα υπογράψει εντάλματα πληρωμής ή άλλα ειδικά έγγραφα, από τα οποία θα αποδεικνύεται η χορήγηση των δανείων, τα οποία συμφωνείται ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παρούσας σύμβασης. Στα εντάλματα πληρωμής ή στα ειδικά αυτά έγγραφα θα αναγράφονται οι ειδικότεροι όροι χορήγησής τους και ιδιαίτερα ο ειδικός σκοπός τους, το επιτόκιο χορήγησής τους, η λήξη τους και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο ή ένδειξη. Μετά τη λήξη κάθε ποσού ή δόσης δανείου, που θα χορηγηθεί με βάση αυτή τη σύμβαση, ο πιστούχος θα πληρώνει τόκο υπερημερίας, σύμφωνα με την ισχύουσα κάθε φορά, κατά το χρόνο κατάθεσης του πιστούχου απόφαση των Νομισματικών Αρχών». Εξάλλου, στο άρθρο 9 των εν λόγω συμβάσεων ορίσθηκε ότι: «Συμφωνείται ότι η λογιστική παρακολούθηση των δανείων, που θα χορηγηθούν με βάση την παρούσα σύμβαση θα γίνεται στη μερίδα του πιστούχου και η χρέωση και η εξόφλησή τους θα διενεργείται ως ακολούθως: α) τα βραχυπρόθεσμα δάνεια θα παρακολουθούνται σε ενιαία υπόμερίδα του οφειλέτη με τη μορφή του ανοικτού λογαριασμού. Ο τρεχούμενος αυτός λογαριασμός θα εκτοκίζεται με τα επιτόκια που συμφωνούνται με το άρθρο 2 της παρούσας και ο τόκος θα πληρώνεται στην τράπεζα στις 30.6 και 31.12 κάθε χρόνου, οπότε και ο λογαριασμός αυτός θα εκκαθαρίζεται για έλεγχο του ύψους του και της κανονικής και εμπρόθεσμης εξυπηρέτησής του. Ο πιστούχος υποχρεώνεται να εξοφλήσει ολόκληρο το χρεωστικό υπόλοιπο (κατάλοιπο), που προκύπτει με τον τρόπο αυτό. Διαφορετικά, το ποσό αυτό φέρει αυτοδίκαια τόκο υπερημερίας για τα κονδύλια που έληξαν κατά το χρονικό διάστημα πριν την 30.6 ή 31.12 και από τη λήξη τους, εφόσον δεν εξοφλήθηκαν εμπρόθεσμα και θα υπολογίζεται, χωρίς ειδοποίηση ή οποιαδήποτε όχληση του πιστούχου ο τόκος που ισχύει κάθε φορά υπέρ της. . . για τα ληξιπρόθεσμα δάνεια. Κατ εξαίρεση, ποσά που καταβλήθηκαν για παραγωγικές εργασίες και δραστηριότητες, τα οποία κατά την απόλυτη κρίση της Τράπεζας, δεν πρέπει, ακόμη να πληρωθούν, γιατί δεν περατώθηκε η παραγωγική διαδικασία για την οποία χορηγήθηκαν ή γιατί συμφωνήθηκε στο ένταλμα πληρωμής διαφορετικός χρόνος από αυτόν, που ορίζεται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, μπορούν να επαναφερθούν πάλι σε χρέωση ανοικτού λογαριασμού, χωρίς να επιβαρυνθεί ο πιστούχος με τόκο υπερημερίας, Ο πιστούχος έχει υποχρέωση να καταβάλει σε πίστωση του παραπάνω λογαριασμού του, έστω και πριν από τη λήξη του δανείου του, ποσά ανάλογα, με την αξία των κάθε είδους προϊόντων του, που θα πωλεί. Στις καταβολές που θα γίνονται με τον τρόπο αυτό πριν από τη λήξη των δανείων θα υπολογίζεται (από τη μέρα της καταβολής μέχρι την ημερομηνία λήξης) τόκος υπέρ αυτών με το επιτόκιο χορήγησης των δανείων, β) τα δάνεια μέσης και μακράς προθεσμίας θα παρακολουθούνται σε χωριστή το καθένα υπομερίδα και η εξόφλησή τους θα γίνεται σε ετήσιες τοκοχρεωλυτικές δόσεις, που θα υπολογίζονται με το σύστημα της σύνθετης χρεωλυσίας. Σε κάθε δόση θα περιλαμβάνεται, το χρεώλυτρο που αναλογεί σε κάθε έτος και οι τόκοι του κεφαλαίου που κάθε φορά θα μένει ανεξόφλητο. Ο οφειλέτης μπορεί να καταβάλει τις δόσεις και πριν από την καθορισμένη προθεσμία, καθώς, επίσης να επιστρέφει πριν από τις προθεσμίες αυτές ολόκληρο ή ένα μέρος από το κεφάλαιο των τοκοχρεωλύτρων με τους τόκους. Σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής δόσεων μεσοπρόθεσμων δανείων, θα υπολογίζεται τόκος καθυστέρησης σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 της παρούσας στο σύνολο της τοκοχρεωλυτικής δόσης».

       Από τους ανωτέρω αναφερόμενους όρους, οι οποίοι περιέχονται σε όλες τις ανωτέρω συμβάσεις που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων, προκύπτει ότι, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που δόθηκε στις υπ' αριθ. …/1984, …./1990 και …/1991 συμβάσεις από τους διαδίκους, (στην πραγματικότητα από την εκκαλούσα εναγομένη Τράπεζα, αφού πρόκειται για έντυπους όρους, στους οποίους προσχώρησε ο εφεσίβλητος ενάγων), οι εν λόγω συμβάσεις δεν ρυθμίζονται από τις διατάξεις περί αλληλόχρεου λογαριασμού, καθόσον δεν διαλαμβάνουν συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών ότι οι αμοιβαίες χρεωπιστώσεις θα χάνουν την αυτοτέλειά τους και ότι η αξίωση της εκκαλούσας-εναγομένης θα γεννάται μόνο από το προκύπτον, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, κατάλοιπο αυτού. Αντιθέτως ρητά αναγράφεται ότι οι απαιτήσεις της δανείστριας τράπεζας θα αποδεικνύονται είτε με βάση τη σύμβαση είτε με βάση εντάλματα πληρωμής ή άλλα ειδικά έγγραφα (γεγονός το οποίο δεν συνάδει με την απώλεια της αυτοτέλειας των κονδυλίων) και όχι, όπως θα έπρεπε εάν, πράγματι, επρόκειτο περί αλληλόχρεου λογαριασμού, από το κατάλοιπο αυτού. Τα ανωτέρω δε, δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι στο προεκτεθέν άρθρο 9 των συμβάσεων αναγράφεται ότι η λογιστική παρακολούθηση των δανείων θα γίνεται σε υπομερίδα του οφειλέτη με τη μορφή του ανοικτού τρεχούμενου λογαριασμού, καθόσον η τήρηση ενός λογαριασμού, ο οποίος, όπως συνέβη στην υπό κρίση περίπτωση, απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής επιστήμης, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες, οι παροχές του ενός μέρους αποτελούν καταβολές έναντι των εκ των παροχών του άλλου μέρους, απαιτήσεων, που δημιουργούνται εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους δεν αποτελεί αλληλόχρεο, αλλά απλό δοσοληπτικό λογαριασμό... Κατά συνέπεια, η έννομη σχέση, που συνδέει τους διαδίκους αναφορικά με τις προαναφερόμενες υπ αριθ. …./30-11-1984, …./21-3-1990 και …../15-10-1991] συμβάσεις πίστωσης δεν είναι συμβάσεις παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, αλλά συμβάσεις δανείου, με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ειδικής ρύθμισης του άρθρου 39§5 ν.3259/2004 οι οφειλές του εναγομένου έναντι της ενάγουσας και από τις συμβάσεις αυτές,  ως οφειλές από δάνεια και όχι από αλληλόχρεο λογαριασμό. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που, με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Ο συναφής, δε, πέμπτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, με τον οποίο, κατά το αντίστοιχο μέρος του, η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε, ότι ο ενάγων, για τον; προσδιορισμό της οφειλής του από τις ανωτέρω συμβάσεις, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 39 ν.3259/2004, υπέβαλε εμπρόθεσμα και συγκεκριμένα, στις 6-10-2004, στην εναγομένη αίτηση. Επισημαίνεται ότι, η επιδιωκομένη ρύθμιση αφορούσε τη συνολική οφειλή του ενάγοντος από όλες τις προαναφερόμενες συμβάσεις και όχι από ορισμένες μόνο από αυτές, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, ο οποίος είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη με το από 6-10-2004 έγγραφό της απάντησε στον ενάγοντα, ότι η συνολική ληξιπρόθεσμη οφειλή του, με βάση το άρθρο 39 ν. 3259/2004 ανερχόταν στο ποσό των 196.268,62 €. Ο υπολογισμός αυτός της οφειλής του ενάγοντος, δεν είναι νόμιμος, διότι η εναγόμενη εκλαμβάνοντας εσφαλμένα κατά τα ανωτέρω τις προαναφερόμενες υπ’ αριθ.  …./1984, …./1990 και …./1991 συμβάσεις, ως συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού, έλαβε ως βάση υπολογισμού το λογιστικό υπόλοιπο των τηρηθέντων λογαριασμών, ενώ εκλαμβάνοντας όπως έγινε δεκτό, ότι οι εν λόγω συμβάσεις είναι δανειακές, έπρεπε, σύμφωνα με το άρθρο 39§5 ν.3259/2004, να λάβει, ως βάση υπολογισμού της οφειλής το συνολικό ληφθέν ποσό των δανείων, χωρίς να υπολογίζονται οι οφειλές από τόκους και έξοδα, ακολούθως, δε και δεδομένου ότι ο ενάγων κατά το χρόνο λήψης των δανείων ήταν αγρότης, έπρεπε να πολλαπλασιάσει το άθροισμα αυτό με το συντελεστή 2 και από το γινόμενο, που θα προκόψει να αφαιρέσει τις γενόμενες καταβολές. Με βάση τον ορθό αυτό τρόπο υπολογισμού, η οφειλή του ενάγοντος από τις ένδικες συμβάσεις διαμορφώνεται ως εξής; 100.000 δραχμές + 11.412.000 δραχμές + 9.378.000 δραχμές + 10.800.000 δραχμές + 1.624.000 δραχμές + 12.600.000 δραχμές+ 11558.470 δραχμές +13.700.000 (ή 293,47 € + 33.490,83 € + 27.521,64 € + 31.694,79 € + 4.765,96 € + 36.977,26 € + 33.920,67 € + 40.205,43 €) = 71.172.470 δραχμές ή 208.870,05 € το άθροισμα των δανείων που εκταμιεύτηκαν από τις ένδικες συμβάσεις X 2 = 142.344,940 δραχμές ή 417.740,10 € ως συνολική οφειλή για τα δάνεια που έλαβε ο ενάγων. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι για τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις ο ενάγων ή το Δημόσιο για λογαριασμό του κατέβαλε τα ακόλουθα ποσά: 1) για την υπ' αριθ. …../23-12-1969 σύμβαση το ποσό των 557.998 δραχμών ή 1.637,56 €, υπάρχει, έτσι, πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού 357.998 δραχμών ή 1.050,62 € (557.998 - 200.000 [100.000 Χ2]) 2) για την υπ’ αριθ. …./20-5-1991 σύμβαση το ποσό των 41.308.465 δραχμών ή 121.228,07 €, υπάρχει έτσι, πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού 18.484.465 δραχμών ή 54.246,41 € (41.308.465 - 22.824.000 [11.412.000 Χ2]) 3) για την υπ' αριθ. …../22-5-1991 σύμβαση το ποσό των 18.732.862 δραχμών ή 54.975,38 €, υπάρχει έτσι χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος αυτού 23.138 δραχμές ή 67,90 € (18.732.862 - 18.756.000 [9.378.000 X2]) 4α) για την υπ' αριθ. …../30-11-1984 σύμβαση, επί της εκταμίευσης κεφαλαίου 10.800.000 δραχμών, το ποσό των 39.035.387 δραχμών ή 114.557,26 €, υπάρχει έτσι, πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού 17.435.387 δραχμές ή 51.167,68 € (39.035.387 - 21.600.000 [10.800.000 Χ2]) 4β) για την υπ' αριθ. …./30-11-1984 σύμβαση, επί της εκταμίευσης κεφαλαίου 1.624.000 δραχμών, το ποσό των 2.750.472 δραχμών ή 8.071,82 €, υπάρχει έτσι χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος αυτού 497,528 δραχμών ή 1.460,10 € (2.750.472 - 3.248.000 [1.624.000 X2] 5.950) 4)γ) για την υπ' αριθ. …../30-11-1984 σύμβασή επί της εκταμίευσης κεφαλαίου 12.600.000 δραχμών, το ποσό των 27.772.328 δραχμών  ή  81.503,53 €, υπάρχει έτσι πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού - 2.572.328 δραχμών ή 7.549,02 € (27.772.328 - 25.200.000 [12.600.000 Χ2]) 5) για την υπ' αριθ. ……/21-3-1990 σύμβαση, το ποσό των 39.557.898 δραχμών ή 116.090,68 €, υπάρχει έτσι πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού 16.440.958 δραχμών ή 48.249,33 € (39.557.898 - 23.116.940 (11.558.470 X2) 6) για την υπ αριθ. …../15-10-1991 σύμβαση, το ποσό των 31.706.779 δραχμών ή 93.049,98 €, υπάρχει έτσι πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ αυτού 4.306.779 δραχμών ή 12.639,12 € (31.706.779 – 27.400.00 [13.700.000 Χ2]). Επίσης, ο ενάγων, έναντι λογαριασμών ασφαλίστρων 4.149.93 δραχμών (ή 12.178,81 €) κατέβαλε 7.022.434 δραχμές (ή 20.608.76 ευρώ). Δηλαδή ο εναγών προέβη σε καταβολές συνολικού ποσού (557.998 1.637,56 € + 41.308.465 δραχμών ή 121.228,07+ 18.732.862 δραχμών ή 54.975,38 € + 39.035.387 δραχμών ή 114.557,26 € +2.750.472 δραχμών ή 8.071,82 € + 27.772.328 δραχμών ή 81.503,53 € + 39.557.898 δραχμών ή 116.090,68 € + 31.706.779 δραχμών ή 93.049,98 € +7.022.434 (δραχμών ή 20.608.76 ευρώ)= 208.444.623 δραχμές ή 611.723,03 €. Οι τόκοι κεφαλαίου (συμβατικοί και υπερημερίας), των παραπάνω συμβάσεων, είναι οι εξής: 1) για την υπ' αριθ. …../23-12-1969 σύμβαση 22.103 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 7.539 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 29.642 δραχμές 2) για την υπ' αριθ. …../20-5-1991 σύμβαση 18.923.856 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 10.972.609 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 29.896.465 δραχμές 3) για την υπ' αριθ. …./22-5-1991 σύμβαση 4.917.660 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 4.437.202 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 9.354.862 δραχμές 4α) για την υπ' αριθ. ……/30-11-1984 σύμβαση, αναφορικά με την εκταμίευση του ποσού 10.800.000 των δραχμών, 918.000 δραχμές συμβατικοί τόκοι και οι τόκοι υπερημερίας ββ) για την υπ αριθ. ……/30-1 1-1984 σύμβαση, αναφορικά με την εκταμίευση ποσού 1.624.000 δραχμών, 138.040 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 988.432 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 1.126.472 δραχμές 4γ) για την υπ' αριθ. …../30-11- 1984 σύμβαση, αναφορικά με την εκταμίευση ποσού 12.600.000 δραχμών, 1.071.000 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 6.846.292 δραχμές τόκοι υπερημερίας, και συνολικά 7.917.292 δραχμές, 5) για την υπ' αριθ. …../21-3-1990 σύμβαση, 924.678 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 27.074.750 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 27.999,428 δραχμές 6) για την υπ’ αριθ. ……/15-10-1991 σύμβαση, 1.575.500 δραχμές συμβατικοί τόκοι και 26.042.877 δραχμές τόκοι υπερημερίας και συνολικά 27.618,377 δραχμές, συνολικά, δε για όλες τις συμβάσεις 104.860.527 δραχμές ή 307.734,49 € τόκοι, η δε εναγομένη καταλόγισε τόκους 195.414.353 δραχμές ή 373.483,06 €, δηλαδή προέκυψε (κατά τους υπολογισμούς του ορισθέντος πραγματογνώμονα) διαφορά -επιπλέον καταλογισμός- 90.553.826 δραχμές η 265.748,57 €, οφειλόμενη σε ανατοκισμό τόκων. Επομένως, με βάση τις προεκτεθείσες καταβολές διαμορφώνεται από τα ένδικα δάνεια, με βάση το άρθρο 39§5 ν.3259/2004 πιστωτικό υπόλοιπο υπέρ του ενάγοντος, ύψους 181.804,12 € (611.723 € οι καταβολές μείον 429.918.91 € το ληφθέν ποσό των δανείων μετά των ασφαλίστρων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ομοίως, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε...». Με βάση τις ως άνω παραδοχές, το Εφετείο έκρινε ότι είναι βάσιμη η ένδικη αγωγή του αναιρεσίβλητου και απέρριψε κατ’ ουσίαν την έφεση της αναιρεσείουσας τράπεζας επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση.

       Έτσι που έκρινε το Εφετείο, ορθά δεν εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 47 και 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923, 668 ΕμπΝ, 112 ΕίσΝΑΚ, 361, 873 και 874 ΑΚ, όπως η έννοια αυτών αναλύθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, οι οποίες δεν ήταν εφαρμοστέες, ενώ ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 806-807 ΑΚ και 39§5 του ν.3259/2004, όπως η έννοια αυτών επίσης αναλύθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, οι οποίες είχαν εν προκειμένω εφαρμογή, καθόσον, υπό τα ανελέγκτως πιο πάνω δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά (που στήριζαν και την αγωγή του αναιρεσίβλητου), με τις επίμαχες με αριθμούς …./1984, …./1990 και …./1991 συμβάσεις, σύμφωνα με τους παρατιθέμενους ανωτέρω συμβατικούς όρους τους (και ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που προσέδωσε σ’ αυτές η τράπεζα), καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων συμβάσεις τοκοχρεωλυτικού δανείου για τις οποίες τηρήθηκε απλός δοσοληπτικός λογαριασμός και όχι συμβάσεις αλληλοχρέου λογαριασμού, συνακόλουθα δε, με βάση υπολογισμού της οφειλής, όχι το κατάλοιπο εκάστης πίστωσης κατά το χρόνο της τελευταίας εκταμίευσης, αλλά κατ’ ορθή εφαρμογή του άρθρου 39§5 ν.3259/2004, το συνολικό ληφθέν ποσό όλων των δανείων του αναιρεσιβλήτου (μεσοπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων), χωρίς να υπολογίζονται οι οφειλές από τόκους και έξοδα, τον πολλαπλασιασμό ακολούθως του αθροίσματος αυτού με το συντελεστή, δεδομένου ότι ο αναιρεσίβλητος κατά το χρόνο λήψης των δανείων ήταν αγρότης, και την αφαίρεση από το προκύπτον γινόμενο των γενομένων εκ μέρους του αναιρεσίβλητου (και του Δημοσίου) καταβολών, δεν υφίσταται οφειλή σε βάρος του αναιρεσιβλήτου λόγω εξόφλησης, να δικαιολογείται, με βάση τα προαναφερόμενα απόρριψη της έφεσης της αναιρεσείουσας και η παραδοχή της αγωγής του αναιρεσιβλήτου, Επομένως, ο μοναδικός, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο η αναιρεσείουσα ισχυρίζεται τα αντίθετα, αποδίδοντας στη προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της παραβιάσεως των προαναφερομένων κανόνων ουσιαστικού δικαίου, είναι αβάσιμος.

       Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ένδικη αίτηση αναίρεσης, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο και να καταδικασθεί αυτή, ως ηττώμενη, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2ΚΠολΔ), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

                           ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       Απορρίπτει την από 6-11-2019 αίτηση της υπό ειδική εκκαθάριση ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία "………….. " για αναίρεση της υπ’ αριθ. …../2019 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών.

       Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος από την αναιρεσείουσα παράβολου στο Δημόσιο Ταμείο. Και

       Καταδικάζει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσίβλητου, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.

       Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Φεβρουάριου 2022.

       Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 7 Φεβρουαρίου 2022

 

Πίσω