ΑΠΟΦΑΣΗ 3162/2022 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 3162/2022 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΕΦΕΤΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

TO

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 1ο Μονομελές

         Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2022, με δικαστή την ….., Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον ….., δικαστικό υπάλληλο, για να δικάσει την με αριθμό εισαγωγής …../16.11.2020 (αριθ. καταχ. Α.Β.Ε.Μ. …./9.12.2020) έφεση,

         Του νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (e -Ε.Φ.Κ.Α.)», όπως μετονομάστηκε ο «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.)», σύμφωνα με το άρθρο 51Α του ν.4387/2016 (Α' 85), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο του ………., σύμφωνα με την κατατεθείσα στις 8.3.2022, έγγραφη δήλωσή της (άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.),

     Κατά του ……… του ……., κατοίκου ….. (οδός ….., αρ. ….), ο οποίος παραστάθηκε την πληρεξούσια δικηγόρο του Ευανθία Στεφανέα, σύμφωνα με την κατατεθείσα στις 11.3.2022, έγγραφη δήλωσή της (άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.).

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο

         1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση, για την άσκηση της οποίας δεν  απαιτείται κατά νόμο η καταβολή παράβολου, επιδιώκεται, παραδεκτώς, η εξαφάνιση της …../2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή η από 22.12.2016 ανακοπή που άσκησε ο εφεσίβλητος και ακυρώθηκε η …../30.11.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ………... Με την τελευταία είχε επιβληθεί, σε εκτέλεση της ……/15.11.2016 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Ελευσίνας, αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της περιγραφόμενης σε αυτήν ακίνητης περιουσίας του εφεσίβλητου, με την ιδιότητά του ως ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας με την επωνυμία «…… Ο.Ε.», για την είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών της τελευταίας προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., συνολικού ύψους 19.984,99 €.

         2. Επειδή, με τη διάταξη του άρθρου 217 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.2717/1999 (Α’ 97) Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.) ορίζεται ότι: «1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) ... β) της κατασχετήριας έκθεσης, γ) ... ε) ...», με τη διάταξη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα ορίζεται ότι: «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. 2. ... 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιοσδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως» και με το άρθρο 225 ορίζεται ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίηση της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής».

         3. Επειδή, ο α.ν.1846/1951 «Περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (Α’ 179), όριζε στο άρθρο 27§7, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 44§2 του ν.2698/1953 (Α’ 315) και ίσχυε μέχρι τις 23.12.1997, ότι: «Το δικαίωμα προς είσπραξιν των εισφορών παραγράφεται μετά δεκαετίαν από της λήξεως του οικονομικού έτους, καθ’ ο αύται κατέστησαν απαιτηταί. ...». Ακολούθως, με την §8 του άρθρου 2 του ν.2556/1997 (Α’0/24.12.1997), αντικαταστάθηκε εκ νέου η ως άνω παράγραφος 7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 και επιπλέον προστέθηκε στο ίδιο άρθρο νέα παράγραφος 7α, στις διατάξεις δε αυτές ορίζονται ειδικότερα τα εξής: «7. Οι κάθε είδους χρηματικές απαιτήσεις του Ι.Κ.Α. που προέρχονται από εισφορές, αναλογούντα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, προσαυξήσεις, αυτοτελή πρόσθετα τέλη, πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, λοιπά πρόστιμα τόκους, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης, δικαστικά έξοδα κ.λπ., ... παραγράφονται μετά δεκαετία. ... Η κατά τα ανωτέρω παραγραφή προκειμένου για τις εισφορές, τα οίκοθεν πρόσθετα τέλη, τις προσαυξήσεις και τα αυτοτελή πρόσθετα τέλη αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασία ή υπηρεσία για δε τα πρόστιμα ακάλυπτων επιταγών, τόκους, δικαστικά έξοδα, έξοδα διοικητικής εκτέλεσης και τα λοιπά πρόστιμα αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους μέσα στο οποίο έγινε η ταμειακή βεβαίωσή τους. 7α. Οι διατάξεις των παραγράφων 1 και 4 του άρθρου 87 του ν.2362/1995, περί αναστολής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου, καθώς και των άρθρων 88 και 89 του ίδιου νόμου, περί διακοπής παραγραφής των απαιτήσεων του Δημοσίου και συνεπειών παραγραφής αυτών αντίστοιχα, εφαρμόζονται ανάλογα και στο ΙΚΑ». Στη συνέχεια, με το άρθρο 56§2 του ν.2676/1999 (Α’ 1) η ως άνω §7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951 αναριθμήθηκε σε §6. Τέλος, με το άρθρο 15§2 του ν.2972/2001 (Α’ 291), ορίστηκε ότι: «Η παράγραφος 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 8 του άρθρου 2 του ν.2556/1997, αντικαθίσταται ως εξής: 6. Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α., για τη βεβαίωση σε ευρεία έννοια όλων των χρηματικών απαιτήσεών του, ... υπόκειται σε δεκαετή παραγραφής οποία αρχίζει από την πρώτη ημέρα του επόμενου έτους από εκείνο μέσα στο οποίο παρασχέθηκε η ασφαλιστέα εργασιακή υπηρεσία. ... Το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεων του.... παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά). ... Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων μετά την εφαρμογή του θεσμού της Α.Π.Δ. Για χρηματικές απαιτήσεις μισθολογικών περιόδων πριν την εφαρμογή της Α.Π.Δ., εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως έχει αντικατασταθεί με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του ν. 2556/1997 και αναριθμήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν. 2676/1999».

         4. Επειδή, τέλος, στο άρθρο 9 του ν.δ/τος 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» (Α’ 90), όπως ισχύει κατά τον κρίσιμο, εν προκειμένω, χρόνο ορίζεται ότι: «Τα αναγκαστικά μέτρα που εφαρμόζονται για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων είναι τα εξής: 1) Κατάσχεση κινητών, είτε στα χέρια του οφειλέτη είτε κινητών και απαιτήσεων του, εν γένει στα χέρια τρίτου. 2) Κατάσχεση ακινήτων. Η χρήση των αναγκαστικών αυτών μέτρων εναπόκειται στην κρίση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή του Τελωνείου που είναι βεβαιωμένο το έσοδο, ο οποίος μπορεί να τα λάβει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος, είτε αθροιστικά είτε καθένα χωριστά κατά την ελεύθερη κρίση του ... Πράξη εκτελέσεως, που επισπεύδεται για περισσότερα από ένα χρέη, δεν κηρύσσεται άκυρη στο σύνολο της, εφόσον έστω και ένα από τα χρέη αυτά οφείλεται νομίμως. (όπως η περίοδος αυτή προστέθηκε με το άρθρο 3§7 ν. 4038/2012, Α’ 14/2.2.2012). Αμελείται η κατάσχεση ακινήτων καθώς και η κατάσχεση κινητών στα χέρια του οφειλέτη, εφόσον το συνολικό ύψος του χρέους υπολείπεται των πεντακοσίων (500) ευρώ. Κατασχέσεις που έχουν επιβληθεί μέχρι την προηγούμενη ημέρα ισχύος των διατάξεων αυτών, σε βάρος οφειλετών, για συνολικές οφειλές μικρότερες του ανωτέρω ποσού, αίρονται μετά από αίτηση τους (όπως τα δύο πιο πάνω εδάφια του άρθρου 9 προστέθηκαν με την παράγραφο Α υποπαρ.1 άρθρου τρίτου του ν. 4254/2014, Α’85/7.4.2014) ...».

       5. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν Τα ακόλουθα: Με την 2296/30.11.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, Δημητρίου Σκλάβη επιβλήθηκε, σε εκτέλεση  της 142/142/15.11.2016 έγγραφης παραγγελίας της Διευθύντριας του Περιφερειακού Κ.Ε.Α.Ο. Ελευσίνας, αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος ενός αγροτεμαχίου συνολικής έκτασης 235,20 τ.μ., μετά της επ’ αυτού ισόγειο οικίας, επιφάνειας 96,00 τ.μ. και μετά πάντων των παραρτημάτων του, που βρίσκεται στη θέση «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ-ΠΥΡΝΕΡΙ» της Δημοτικής Ενότητας Άνω Λιοσίων του Δήμου Φυλής Αττικής, επί της οδού Αλ. Κομνηνού αρ. 38, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου, με την ιδιότητά του ως ομόρρυθμου μέλους της εταιρείας με την επωνυμία «ΜΠΟΥΛΙΑΡΗΣ ΗΛΙΑΣ – ΚΑΜΕΝΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ Ο.Ε.», για την είσπραξη βεβαιωμένων οφειλών της τελευταίας προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., συνολικού ύψους 19.984,99 ευρώ (10.295,92 ευρώ ποσό κύριας εισφοράς και 9.689,07 ευρώ πρόσθετα τέλη). Ειδικότερα, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο στην έκθεση κατάσχεσης πίνακα χρεών τα χρέη της ως άνω ομόρρυθμης εταιρείας προέρχονται από α) ασφαλιστικές εισφορές χρονικής περιόδου από 1.10.1991 έως 31.7.1993, για τις οποίες συντάχθηκε η 6757/Π.Ε.Ε. και βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της με την 1469/1993 ταμειακή βεβαίωση, ποσού 5.316,10 ευρώ πλέον πρόσθετων τελών ποσού 6.981,81 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 12.297,91 ευρώ, β) ασφαλιστικές εισφορές της ίδιας ως άνω χρονικής περιόδου, για τις οποίες συντάχθηκε η 528/Π.Ε.Π.Ε.Ε. και βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της με την 1470/1993 ταμειακή βεβαίωση, ποσού 2.930,15 ευρώ, γ) ασφαλιστικές εισφορές χρονικής περιόδου από 1.8.1994 έως 31.8.1994, για τις οποίες συντάχθηκε η 10886/Π.Ε.Ε. και βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της με την 7701/31.12.1999 ταμειακή βεβαίωση, ποσού 2.024,94 ευρώ πλέον πρόσθετων τελών 2.659,41 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 4.684,35 ευρώ, και δ) δικαστικά έξοδα (999991ΕΞΔΙΚΑ) χρονικής περιόδου 1.1.2006 έως 31.1.2006, τα οποία βεβαιώθηκαν ταμειακά με την 382/2006 ταμειακή βεβαίωση, ποσού 24,73 ευρώ πλέον πρόσθετων τελών ποσού 47,85 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 72,58 ευρώ. Η τιμή δε εκτίμησης και πρώτης προσφοράς του ανωτέρω ακινήτου ορίσθηκε βάσει της αντικειμενικής του  αξίας στο ποσό των 48.000 ευρώ.. Κατά της παραπάνω έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ο εφεσίβλητος άσκησε την από 22.12.2016 ανακοπή, με την οποία, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της ανακοπής, προέβαλε τους εξής λόγους: α) παραγραφή των απαιτήσεων του εκκαλούντος για τις οποίες επισπεύδεται η ένδικη εκτέλεση, λόγω παρέλευσης της προβλεπόμενης στο άρθρο 27 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951 δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν εν στενή έννοια, β) ακυρότητα της ένδικης πράξης, λόγω αοριστίας, ασάφειας και ελλείψεως νομίμου αιτιολογίας, διότι δεν προκύπτουν από τον επισυναπτόμενο σε αυτήν πίνακα χρεών  αναλυτικά τα αιτούμενα ποσά με τις προσαυξήσεις τους και γ) παράβαση του δικαιώματος της προηγούμενης ακρόασης των άρθρων 20§2 του Συντάγματος και 6 του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας, διότι δεν κλήθηκε ο εφεσίβλητος να εκθέσει τις απόψεις του πριν την έκδοση της ένδικης έκθεσης κατάσχεσης. Εξάλλου, το εκκαλούν με την …./25.11.2019 έκθεση απόψεων εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι είχαν ταχυδρομηθεί προς την οφειλέτρια εταιρεία με απλή αλληλογραφία οι περιληφθείσες στο διοικητικό φάκελο …./03.02.2016 και …./06.9.2016 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών στη διεύθυνσή της (………).  Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση εξέλαβε ότι ο εφεσίβλητος με την ανακοπή του προέβαλε, μεταξύ άλλων, ότι «μη νομίμως επισπεύδεται σε βάρος του η ένδικη κατάσχεση, διότι έλαβε το πρώτον γνώση των οφειλών της ανωτέρω εταιρείας, με την επίδοση σε αυτόν της προσβαλλόμενης κατασχετήριας έκθεσης, κατά παράβαση του άρθρου 20§1 του Συντάγματος». Ακολούθως, έκανε δεκτό ότι αναγκαία προϋπόθεση για τη λήψη οποιουδήποτε μέτρου αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του εφεσίβλητου, υπό την ιδιότητά του ως ομόρρυθμου εταίρου της εταιρείας με την επωνυμία «…….», για χρέη της τελευταίας προς το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ., συνιστά η προηγούμενη έκδοση και νόμιμη κοινοποίηση προς αυτόν ατομικής ειδοποίησης, μέσω της οποίας δύναται να πληροφορηθεί για την ύπαρξη, το ύψος και την αιτία του ένδικου χρέους. Στη συνέχεια, αφού έλαβε υπόψη ότι «στην προκειμένη περίπτωση, από κανένα στοιχείο του φακέλου της δικογραφίας, δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα οποιαδήποτε κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης με το περιεχόμενο που προβλέπεται στην ανωτέρω διάταξη προς τον ανακόπτοντα (ήδη εφεσίβλητο) ως οφειλέτη, ευθυνόμενο προσωπικά για τις οφειλές της εν λόγω εταιρείας, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερηθεί σταδίου δικονομικής προστασίας, πριν την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης, ενώ οι προσκομιζόμενες από το καθ’ ου (ήδη εκκαλούν) …./03.02.2016 και …../06.9.2016 ατομικές ειδοποιήσεις εστάλησαν στο υπόχρεο νομικό πρόσωπο και δεν απευθύνονται ονομαστικά στον ανακόπτοντα (ήδη εφεσίβλητο) ως οφειλέτη», έκρινε ότι η έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας σε βάρος του εφεσίβλητου είναι μη νόμιμη και την ακύρωσε κατά αποδοχή της ανακοπής.

         6. Επειδή, το εκκαλούν με το μοναδικό λόγο έφεσης προβάλλει ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι η ένδικη έκθεση κατάσχεσης είναι μη νόμιμη με την αιτιολογία ότι δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον εφεσίβλητο. Και τούτο διότι, απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να ακυρωθεί πράξη εκτέλεσης λόγω μη κοινοποίησης ατομικής ειδοποίησης στον ομόρρυθμο εταίρο ομόρρυθμης εταιρείας είναι η επίκληση από τον τελευταίο με την ανακοπή του του γεγονότος αυτού, δηλαδή της μη περιέλευσης ή της μη έγκαιρης περιέλευσης σε αυτόν της ατομικής ειδοποίησης, προϋπόθεση που εν προκειμένω δεν συνέτρεχε, αφού ο εφεσίβλητος δεν επικαλέστηκε με το δικόγραφο της ανακοπής του το ως άνω γεγονός, όπως εσφαλμένα εξέλαβε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Προς επίρρωσιν των παραπάνω, προβάλλεται, περαιτέρω, ότι ο εφεσίβλητος με την ανακοπή του ουδόλως ισχυρίστηκε ότι λόγω της μη επίδοσης σ’ αυτόν ατομικής ειδοποίησης στερήθηκε στάδιο δικονομικής προστασίας, πριν την επιβολή της κατάσχεσης, καθώς και ότι η εκκαλούμενη απόφαση, δεχόμενη την ακύρωση της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης για τον παραπάνω λόγο, όφειλε στο αιτιολογικό να αναφέρει ότι ο εφεσίβλητος επικαλέστηκε και απέδειξε συγκεκριμένη βλάβη από την μη κοινοποίηση σ’ αυτόν της ατομικής ειδοποίησης. Εξάλλου, ο εφεσίβλητος με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του προβάλλει ότι η εκκαλούμενη απόφαση, σε κάθε περίπτωση, είναι ορθή διότι, όπως είχε προβάλει και πρωτοδίκως, οι ένδικες αξιώσεις του εκκαλούντος είχαν υποκύψει στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 27 παρ. 2 του α.ν. 1846/1951 παραγραφή.

         7. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το δικαίωμα του εκκαλούντος για είσπραξη των επιβληθεισών σε βάρος του εφεσίβλητου ασφαλιστικών εισφορών οι οποίες αφορούν χρονικά διαστήματα πριν την 23.12.1997 υπόκειται στη δεκαετή παραγραφή της παραγράφου 7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν την αντικατάστασή της με το ν.2556/1997, η οποία αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποί αυτές κατέστησαν απαιτητές. Ενόψει τούτου και δεδομένου ότι από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι έλαβε χώρα κάποια διαδικαστική πράξη  που διακόπτει την παραγραφή, η παραγραφή του δικαιώματος του εκκαλούντος για είσπραξη των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών, οι οποίες αφορούν τα χρονικά διαστήματα από 1.10.1991 έως 31.7.1993, από 1.5.1993 έως 31.5.1993 και από 1.8.1994 έως 31.8.1994 και βεβαιώθηκαν ταμειακά με τις …./1993, …./1993 και …../1999 ταμειακές βεβαιώσεις, άρχισε από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αυτές κατέστησαν απαιτητές, βεβαιούμενες ταμειακά, ήτοι από 31.12.1993, 31.12.1993, 31.12.1999 και συμπληρώθηκε στις 31.12.2003, 31.12.2003 και 31.12.2009, αντίστοιχα. Συνεπώς, μη νόμιμα μετά τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής κατά τα ανωτέρω επιβλήθηκε η ένδικη κατάσχεση για τα παραπάνω χρέη, στις 30.11.2016, όπως βασίμως προβλήθηκε πρωτοδίκως, και, για το λόγο αυτό, η ένδικη έκθεση κατάσχεσης, κατά το μέρος αυτό είναι ακυρωτέα. Περαιτέρω, η οφειλή του εφεσίβλητου που απομένει από δικαστικά έξοδα χρονικής περιόδου από 1.1.2006 έως 31.1.2006, συνολικού ποσού 72,58 €, η οποία βεβαιώθηκε ταμειακά με την …./2006 ταμειακή βεβαίωση, δεν έχει υποπέσει στην παραγραφή της εφαρμοστέας εν προκειμένω διάταξης της §7 του άρθρου 27 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή ισχύει κατά το κρίσιμο χρόνο γέννησης της παραπάνω οφειλής, μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 15§2 του ν.2972/2001, με την οποία ορίζεται ότι το δικαίωμα του Ι.Κ.Α. προς είσπραξη όλων των χρηματικών απαιτήσεων του παραγράφεται μετά δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε υπό στενή έννοια (ταμειακά). Τούτο διότι, δεν παρήλθε δεκαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα-στο οποίο η ως άνω οφειλή βεβαιώθηκε ταμειακά (ήτοι
από 31.12.2006) έως την επιβολή της ένδικης κατάσχεσης (30.11.2016). Ωστόσο, εφόσον το υπόλοιπο της οφειλής,  μετά την ακυρότητα κατά τα προαναφερθέντα της ένδικης κατάσχεσης, ανέρχεται συνολικά στο παραπάνω ποσό των 72,58 €, ήτοι σε ποσό μικρότερο του ποσού των 500 ευρώ, το Δικαστήριο κρίνει ότι για το ποσό αυτό αμελείται η κατάσχεση του ένδικου ακινήτου, σύμφωνα με το άρθρο 9§4 του Κ.Ε.Δ.Ε.. Κατόπιν τούτων, η ένδικη έκθεση κατάσχεσης είναι ακυρωτέα στο σύνολό της και ως εκ τούτου, ανεξαρτήτως της βασιμότητας του παραπάνω λόγου της έφεσης, ορθά, αν και με άλλη αιτιολογία, έγινε δεκτή με την εκκαλούμενη απόφαση η εν λόγω ανακοπή και ακυρώθηκε η ……/30.11.2016 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, …….

         8. Επειδή, κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη έφεση πρέπει να απορριφθεί. Τέλος, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος του εκκαλούντος ν.π.δ.δ. Ελληνικού Δημοσίου η δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, ύψους 341 € (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Δ.Δ.).

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

         Απορρίπτει την έφεση.

         Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου με την επωνυμία «Ηλεκτρονικός Εθνικός Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» ( e-Ε.Φ.Κ.Α.) την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, ανερχόμενη σε τριακόσια σαράντα ένα (341) ευρώ.

         Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 31.8.2022.

 
 
Πίσω