ΑΠΟΦΑΣΗ 134/2022 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ 134/2022 ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

                     

Αριθμός 134/2022

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ TOY ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2' Πολιτικό Τμήμα

       ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: ……., Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, …….., ………., ……… και ……… - Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.

       ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 27 Σεπτεμβρίου 2021, με την παρουσία και της γραμματέως ………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       Των αναιρεσειόντων: 1) τελούσας υπό εκκαθάριση ανώνυμης βιοτεχνικής εμπορικής εταιρείας με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στην Κάρυστο Εύβοιας και εκπροσωπείται νόμιμα από τον εκκαθαριστή της και 2) …… του ……, κατοίκου Καρύστου Εύβοιας. Εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Ευανθία Στεφανέα, με δήλωση του άρθρου 242§2 του Κ.Πολ.Δ.

       Του αναιρεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα και στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ Κύμης. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του ………., Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση του άρθρου 242§2 του Κ.Πολ.Δ.

       Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 15-01-2015 ανακοπή των ήδη αναιρεσειόντων που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: …../2016 του ίδιου Δικαστηρίου και …./2019 του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 16-10-2019 αίτησή τους.

       Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Επί της από 15-1-2015 ανακοπής των αναιρεσειόντων κατά του αναιρεσιβλήτου Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία ζητούσαν την ακύρωση της υπ’ αριθ. …./13.08.2014 ταμειακής βεβαίωσης και του αντίστοιχου χρηματικού καταλόγου της Δ.Ο.Υ. Κύμης κατά το αναφερόμενο στους ίδιους μέρος του, εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …./2016 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία έγινε δεκτή η ανακοπή. Κατά της απόφασης του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου άσκησε το αναιρεσίβλητο την από 15-1-2018 έφεση, που έγινε δεκτή τυπικά και κατ’ ουσίαν με την υπ’ αριθ. …../2019 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Ευβοίας, την οποία προσέβαλαν οι αναιρεσείοντες με την από 16-10-2019 αίτηση αναίρεσης. Η αίτηση ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και, συνεπώς, είναι παραδεκτή [άρθρα 552, 553, 556, 558, 564, 566παρ.1 ΚΠολΔ], πρέπει δε να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ.3 ΚΠολΔ).

       Με τις διατάξεις των άρθρων 2§§2, 3 & 4§1 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), όπως αντικαταστάθηκαν, αντιστοίχως, με τις §§2 και 5 του άρθρου 7 του ν.4224/2013, με έναρξη ισχύος την 1-1-2014 και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ορίζονται τα εξής: «Άρθρο 2: 2. Για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων απαιτείται νόμιμος τίτλος. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις του ως άνω Κώδικα, νόμιμο τίτλο αποτελούν: α) Τα έγγραφα, στα οποία οι αρμόδιες αρχές προσδιορίζουν, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, τον οφειλέτη, το είδος, το ποσό και την αιτία της οφειλής, β) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ) Τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Η είσπραξη στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου πραγματοποιείται από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την καταχώριση των στοιχείων του νόμιμου τίτλου στα βιβλία εισπρακτέων εσόδων, είτε κατόπιν αποστολής στη Φορολογική Διοίκηση χρηματικού καταλόγου από την αρχή που απέκτησε τον νόμιμο τίτλο είτε με βάση μόνο τον νόμιμο τίτλο, εφόσον αυτός έχει περιέλθει με οποιονδήποτε τρόπο στη Φορολογική Διοίκηση. Ο χρηματικός κατάλογος περιέχει τα προσδιοριστικά στοιχεία της οφειλής, του υπόχρεου και των τυχόν συνυποχρέων ευθυνόμενων τρίτων. Τυχόν παράλειψη αναφοράς των ευθυνόμενων συνυποχρέων δεν θίγει το κύρος του νομίμου τίτλου ούτε τη νομιμότητα της εισπρακτικής διαδικασίας ή της διαδικασίας της εκτέλεσης....», και «Άρθρο 4. 1. Με την εξαίρεση των φόρων και των λοιπών δημοσίων εσόδων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν.4174/2013), για τα οποία εφαρμόζονται αποκλειστικά οι διατάξεις ως άνω Κώδικα, καθώς και των δημοσίων εσόδων της περίπτωσης β' της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του παρόντος  Κώδικα, μετά την καταχώριση του χρέους ως δημοσίου εσόδου κατά τις διατάξεις του άρθρου 2§3, η Φορολογική Διοίκηση εκδίδει ατομική ειδοποίηση, την οποία, είτε αποστέλλει ταχυδρομικά στον οφειλέτη και στα συνυπόχρεα πρόσωπα είτε την κοινοποιεί σε αυτούς σύμφωνα με το άρθρο 5 του ν.4174/2013. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται τα στοιχεία και ο αριθμός φορολογικού μητρώου, εφόσον υπάρχει, του οφειλέτη, το είδος και το ποσό του χρέους, συμπεριλαμβανομένων των τόκων που έχουν ήδη υπολογισθεί κατά την κείμενη νομοθεσία, ο αριθμός και η χρονολογία καταχώρισης του χρέους ως δημοσίου εσόδου ή ο τίτλος στον οποίο βασίζεται το χρέος, ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής αυτού, η μνεία ότι από την επομένη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι και το πρόστιμο του άρθρου του παρόντος».

       Περαιτέρω, κατά το άρθρο 73§§1, 2 του ν.δ. 356/1974: 1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ' ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ' ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ' όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικός επίτροπός αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν.Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν.Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη».

       Περαιτέρω, στις διατάξεις των άρθρων 51-55 του Π.Δ.16/1989: «Κανονισμός Λειτουργίας Δ.Ο.Υ. κλπ» ορίζεται ότι: «Η βεβαίωση των εσόδων στις Δ.Ο.Υ. γίνεται με νόμιμους τίτλους είσπραξης, όπως αυτοί καθορίζονται από το Ν.Δ. 356/1974 «περί Κώδικος Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων» (Κ.ΕΔ.Ε.) (Φ.Ε.Κ. 90/Α) (άρθρο 51), «Δικαιολογητικά στοιχεία για την έκδοση τίτλου είσπραξης αποτελούν: 1. Η διάταξη νόμου. 2. Οι τίτλοι βεβαίωσης που προβλέπονται από τη νομοθεσία που ισχύει. 3. Η καταλογιστική απόφαση. 4. Οι αποφάσεις ή πράξεις αρμόδιας αρχής» (άρθρο 52), «Η σύνταξη των τίτλων είσπραξης από τα αρμόδια τμήματα της Δ.Ο.Υ., η αποστολή αυτών στο Τμήμα Εσόδων, καθώς και η βεβαίωσή τους, γίνεται μέσα στις προθεσμίες που ορίζονται από τις διατάξεις που ισχύουν (άρθρο 53), «Η βεβαίωση των εσόδων του Δημοσίου ή τρίτων διακρίνεται: 1. Σε βεβαίωση που γίνεται με βάση τίτλους είσπραξης. 2. Σε οίκοθεν βεβαίωση...» (άρθρο 54), « 1. Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις Δ.Ο.Υ. τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τους συντάσσει, β. Ο αριθμός του τίτλου είσπραξης, γ. Η αρμόδια Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, δ. Το επώνυμο, όνομα, πατρώνυμο, ΑΦΜ, το επάγγελμα, η ακριβής διεύθυνση του επαγγέλματος και της κατοικίας του οφειλέτη και αν πρόκειται για εταιρίες η επωνυμία τους, η έδρα τους και τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπόχρεα με τις διευθύνσεις τους. ....ε. Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, στ. Ο αριθμός των δόσεων, ζ. Οι υπογραφές του υπαλλήλου που συντάσσει αυτούς, του αρμοδίου προϊσταμένου του τμήματος και του προϊσταμένου της υπηρεσίας, η. Η υπηρεσιακή σφραγίδα....2...3. Κάθε τίτλος είσπραξης συνοδεύεται από περιληπτική κατάσταση βεβαίωσης σε τρία αντίτυπα μεταξύ των οποίων και το πρωτότυπο. ... Στις περιληπτικές καταστάσεις πρέπει να συμπληρώνονται: α. Ο τίτλος της αρχής που τη συντάσσει, β. Ο τίτλος της Δ.Ο.Υ. που θα κάνει τη βεβαίωση, γ. Το είδος του φόρου, δ. Ο συνολικός αριθμός των οφειλετών που περιλαμβάνονται στον τίτλο είσπραξης, ε. Τα συνολικά κατά κωδικό αριθμό ή εκτός προϋπολογισμού ποσά και το γενικό σύνολο αριθμητικώς και ολογράφως, στ. Η υπογραφή του προϊσταμένου της αρχής που τη συντάσσει και η υπηρεσιακή σφραγίδα...." (άρθρο 55).

       Τέλος, στις διατάξεις των άρθρων 32, 33 και 35 του Β.Δ. 757/1969 περί διαρθρώσεων των Δημοσίων Ταμείων κλπ ορίζονται τα εξής: «Η βεβαίωσις των εσόδων εις τα Δημόσια Ταμεία ενεργείται βάσει νόμιμου τίτλου, ως καθορίζεται υπό του Νόμου περί εισπράξεων εσόδων» (άρθρο 32), «1.Δι’ έκαστον οικονομικόν έτος και έσοδον συντάσσονται υπό της αρμοδίας Αρχής και αποστέλλονται εις τα Δημόσια Ταμεία ίδιοι τίτλοι εισπράξεως (χρηματικοί κατάλογοι, καταστάσεις, αποφάσεις κ.λπ.) αναγράφοντες ευαναγνώστως το επώνυμον, πατρώνυμον και κύριον όνομα των οφειλετών, το επάγγελμα τούτων, την ακριβή διεύθυνσιν του επαγγέλματος και της κατοικίας αυτών, προκειμένου δε περί εταιρειών την επωνυμίαν τούτων, την έδραν και τα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα, το εισπρακτέον κατ' οφειλέτην ποσόν, αναλυτικώς κατά κωδικόν αριθμόν εσόδου του προϋπολογισμού ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμόν, εν τέλει δε του τίτλου το άθροισμα των ποσών, αριθμητικώς και ολογράφως. 2. Έκαστος τίτλος εισπράξεως συνοδεύεται υπό περιληπτικής εις τριπλούν, καταστάσεως, εμφανιζούσης εν ιδίοις στήλαις τον συνολικόν αριθμόν των φορολογουμένων των περιλαμβανομένων εις τον τίτλον εισπράξεως, το είδος του εσόδου και το συνολικόν ποσόν του τίτλου εισπράξεως, ολογράφως και αριθμητικώς.3 «(άρθρο 33), «1. Περατουμένης της εργασίας ελέγχου των τίτλων εισπράξεως, ενεργείται η βεβαίωσις του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον, το ταχύτερον και ουχί πέραν των καθοριζόμενων προθεσμιών, δια της εκδόσεως τριπλοτύπου αποδεικτικού παραλαβής εισπρακτέων εσόδων και της εγγραφής του εσόδου εις τα βιβλία εισπρακτέων εσόδων του Ταμείου κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς....2: Εις τα κατά την προηγουμένην παράγραφο εκδιδόμενα τριπλότυπα αποδεικτικά παραλαβής εισπρακτέων εσόδων αναγράφονται: Η αποστείλασα Αρχή, το είδος και οι αριθμοί του τίτλου εισπράξεως και του πρωτοκόλλου αυτού, το είδος του εσόδου, τα ποσά κατά κωδικούς αριθμούς εσόδου, ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, το άθροισμα τούτων, ως και ο αριθμός των οφειλετών. 3. Η χρονολογία εκδόσεως των τριπλοτύπων αποδεικτικών παραλαβής εισπρακτέων εσόδων τυγχάνει και χρονολογία βεβαιώσεως του εσόδου εις το Δημόσιον Ταμείον...» (άρθρο 35).

       Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη, που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73§1 ν.δ. 356/1974 «Περί Κώδικος Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων» σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 583 έως 585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του νομίμου τίτλου όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ' αρχήν θέση εναγόμενου, το δε καθ’ ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και γι' αυτό βαρύνεται με την επίκληση και απόδειξη των γεγονότων, των οποίων το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 2§2 του ΚΕΔΕ νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη η απαίτηση. Στο νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής νομική και πραγματική αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση τον νόμιμο τίτλο είναι δυνατό να επισπεύδεται αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη για την απαίτηση και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο αρχικός δανειστής (Τράπεζα), προς τον οποίο το Δημόσιο είχε παράσχει εγγύηση για την εξόφληση του τραπεζικού δανείου και στη θέση του οποίου το Δημόσιο υποκαταστάθηκε, λόγω μη εξόφλησης του δανείου από τον οφειλέτη αναλόγως δε και στην περίπτωση που το Δημόσιο ενεργεί ως εκδοχέας απαιτήσεων. Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα. Και ναι μεν στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται αυτή από τα έγγραφα που συγκροτούντο νόμιμο τίτλο, πλην όμως λόγω της στενής αιτιακής της σχέσεως με το νόμιμο τίτλο, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει κατά το άρθρο 4§1 Κ.Ε.Δ.Ε. η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής κατά το άρθρο 73 παρ. 1 Κ.Ε.Δ.Ε., στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 Κ.Ε.Δ.Ε. σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή, αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της προσβαλλόμενης πράξεως, ιδίως ενόψει της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη. Ωστόσο, βλάβη με την ανωτέρω έννοια δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται από τα αναγκαία έγγραφα (δημόσια ή ιδιωτικά), που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση που γνωστοποιούνται αυτά στον οφειλέτη με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει αυτός με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους ισχυρισμούς του κατά της οφειλής, και για τον λόγο αυτό δεν αρκεί να προσκομίσει το Δημόσιο τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο (ΟλΑΠ 5/2019).

       Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοστεί ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση  εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 7/2006). Με το λόγο αυτό ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου κατά την εκτίμηση του νόμω βάσιμου της αγωγής ή των ισχυρισμών των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κλπ, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ’ ουσίαν (ΟλΑΠ 27/1998). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας 'και της υπαγωγής αυτών στον νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006).

       Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561§2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο, δέχτηκε κατά το ενδιαφέρον τον αναιρετικό έλεγχο μέρος, τα ακόλουθα: «Με την υπ’ αριθμόν …/6.02.1990 σύμβαση χορηγήθηκε από την ….. Τράπεζα στην ανώνυμη βιοτεχνική εμπορική εταιρεία με την επωνυμία «…..» και το διακριτικό τίτλο «….», που εδρεύει στην Κάρυστο Εύβοιας, με την εγγύηση του ….. του ….., πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του χρηματικού ποσού των τριάντα επτά εκατομμυρίων (37.100.000) δραχμών (ορθό τριάντα επτά εκατομμυρίων εκατό χιλιάδων), το οποίο, ακολούθως, αυξήθηκε κατά το χρηματικό ποσό των δεκατριών εκατομμυρίων (13.000.000) δραχμών, με την …… σύμβαση αύξησης πίστωσης, χρηματικό ποσό των 50.100.000 δραχμών. Ακολούθως, με διαδοχικές πρόσθετες πράξεις ρυθμίστηκαν οι ληξιπρόθεσμες οφειλές κατ’ εφαρμογή των Κοινών Υπουργικών Αποφάσεων (Κ.Υ.Α) με αριθμό 69836/30.09.1993, 2035824/5887/01.06.1994 και 2043909/7431/26.08.1994, ενώ παράλληλα παρασχέθηκε προς την ως άνω τράπεζα η εγγύηση του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου, με βάση την υπ' αριθμόν 67651/2142/ 28.07.1978 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Όμως, η πιστούχος εταιρεία αλλά και ο εγγυητής (=ανακόπτοντες) δεν εκπλήρωσαν τις απορρέουσες από τις παραπάνω συμβάσεις υποχρεώσεις, με συνέπεια το Ελληνικό Δημόσιο να προβεί στην καταβολή του συνόλου του οφειλόμενου από αυτούς χρηματικού ποσού προς την παραπάνω Τράπεζα. Έτσι, το ελληνικό Δημόσιο υποκαταστάθηκε στα δικαιώματα της τελευταίας έναντι των ανακοπτόντων. Στη συνέχεια, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους, δια της 25ης Διεύθυνσης Κίνησης Κεφαλαίων, Εγγυήσεων Δανείων και Αξιών, με το υπ’ αριθ. πρωτ. ……/12.08.2014 έγγραφό του προς τη Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία (Δ.Ο.Υ.) Κύμης, υπέβαλε σε αυτήν τα δικαιολογητικά μαζί με τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο, που αφορούσαν την κατάπτωση της εγγύησης του Ελληνικού Δημοσίου για τις οφειλές των ανακοπτόντων έναντι της ….. Τράπεζας, ο δε Προϊστάμενος της ανωτέρω Υπηρεσίας βεβαίωσε με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμόν …../13.08.2014 ταμειακή βεβαίωση την κατά τα παραπάνω απαίτηση του καθ’ ου Ελληνικού Δημοσίου έναντι των ανακοπτόντων, χρηματικού ποσού 47.878,05 €. Ακολούθως, με τις υπ’ αριθ. …./18.08.2014 και …../18.08.2014 ατομικές ειδοποιήσεις χρεών του προϊστάμενου της Δ.Ο.Υ. Κύμης, κλήθηκαν αντιστοίχως οι ανακόπτοντες να καταβάλουν στο Ελληνικό Δημόσιο το βεβαιωθέν ως άνω χρηματικό ποσό. Στην προαναφερόμενη ταμειακή βεβαίωση, αναφέρεται η σύμβαση, από την οποία απορρέει η απαίτηση του Ελληνικού Δημοσίου με τη φράση «ΔΑΝΕΙΑΚΗ ΣΥΜΒ …./16-2-1990 ΤΡΑΠΕΖΑ …. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΡΟΜ 1-1-2000/30-6-2000» και προσδιορίζεται το είδος του φόρου ως «ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΧΚΕΕΔ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ», και το συνολικό ποσό της οφειλής, ήτοι 47.878,05 €, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός του ποσού σε κεφάλαιο και τόκους, ούτε συνακόλουθα αναλυτικός προσδιορισμός των αιτουμένων τόκων, αν δηλαδή πρόκειται για συμβατικούς τόκους, νόμιμους τόκους ή τόκους υπερημερίας. Ωστόσο, στο χρηματικό κατάλογο, στον οποίο στηρίζεται η προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση, η επίδικη οφειλή αναλύεται σε διάφορα επιμέρους και συγκεκριμένα σε κεφάλαιο 41,036,05 €, σε τόκους συμβατικούς 2.742,82 €, σε τόκους υπερημερίας 2.316,63 €, σε έξοδα 4.611,57 €, σε προμήθεια 166,97 €, σε χαρτόσημο προμήθειας 3,34 € και χαρτόσημα Ο.Γ.Α. 0,67 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεχόμενο ως πλημμέλεια της ταμειακής βεβαίωσης και του χρηματικού καταλόγου αντίστοιχα την παράλειψη αναφοράς σε αυτά τα έγγραφα στην κίνηση του λογαριασμού, στο χρονικό σημείο έναρξης της τοκοδοσίας του κεφαλαίου, τη μη ανάλυση του αιτούμενου ποσού των τόκων με τον προσδιορισμό του επιτοκίου για τους συμβατικούς τόκους και του χρόνου, τον οποίο αφορούν, όπως και τη μη αναφορά για τους τόκους υπερημερίας, της έναρξης και του χρόνου διάρκειας αυτής, τη μη εξειδίκευση του τρόπου υπολογισμού του ανατοκισμού των τόκων, προέβη στην αποδοχή του σχετικού λόγου της ανακοπής, ως βάσιμου και ακύρωσε την ταμειακή βεβαίωση και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο. Με τις παραδοχές του αυτές όμως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο παραβίασε τις διατάξεις του άρθρου 2§2 ΚΕΔΕ, αναφορικά με την έννοια του νόμιμου τίτλου, την οποία περιόρισε, αποκλειστικά, στην ταμειακή βεβαίωση και στο χρηματικό κατάλογο, στα οποία και μόνον αναζήτησε, για το ορισμένο του νόμιμου τίτλου, τα προσδιοριστικά της επίδικης οφειλής στοιχεία. Ειδικότερα, με βάση τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη και της προκείμενης περιπτώσεως οφειλής από κατάπτωση εγγυήσεως του Ελληνικού Δημοσίου από δάνειο που έλαβε η πρώτη (1η) ανακόπτουσα Εταιρεία, το νόμιμο τίτλο συγκροτούσαν τα αποστελλόμενα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «…….» έγγραφα από το φάκελο δανείων της ως άνω Τράπεζας (συμβάσεις, αναλυτικές καταστάσεις οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού που τηρήθηκε από την υπογραφή της μέχρι την ημερομηνία αποστολής των δικαιολογητικών, με τον οικείο χρηματικό κατάλογο και τις τριπλότυπες περιληπτικές καταστάσεις βεβαίωσης), με βάση τα οποία ζητήθηκε η βεβαίωση του εισπρακτέου ποσού. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 2§2 και άρθρου 4 του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.) και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος της υπό κρίση εφέσεως ως ουσιαστικά δεκτός». Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο δέχθηκε την έφεση του αναιρεσιβλήτου, εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που είχε δεχθεί ως βάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής των αναιρεσειόντων και είχε ακυρώσει την προσβαλλόμενη ταμειακή βεβαίωση και τον αντίστοιχο χρηματικό κατάλογο, και αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση κατ’ ουσίαν, απέρριψε την ανακοπή.

       Έτσι που έκρινε το Εφετείο, παραβίασε με ψευδή ερμηνεία και εσφαλμένη εφαρμογή τις προαναφερόμενες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 2§2 & 4§1 του ν.δ. 356/1974 (Κ.Ε.Δ.Ε.), καθόσον δέχθηκε ότι η ανακοπτόμενη ταμειακή βεβαίωση, που εξέδωσε η Δ.Ο.Υ. Κύμης σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη αναιρεσειόντων με το συνημμένο σ’ αυτήν χρηματικό κατάλογο, με βάση την οποία αυτοί κλήθηκαν από το καθού και ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλουν το ως άνω ποσό των 47.878,05 €, ήταν έγκυρη, καίτοι, κατά τις ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν περιείχε, πέραν της αναφοράς του είδους της οφειλής «ΔΑΝΕΙΑ ΚΑΧΚΕΕΔ ΜΕ ΕΓΓΥΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ», περαιτέρω εξειδίκευση των συμβάσεων δανείων και πλήρη ανάλυση της οφειλής και ειδικότερα διαχωρισμό του ποσού σε κεφάλαιο και τόκους ούτε και αναλυτικό προσδιορισμό των τόκων, δηλαδή αν πρόκειται για συμβατικούς ή νόμιμους ή τόκους υπερημερίας, καθώς και την ιστορική της αιτία, με την αιτιολογία ότι νόμιμο τίτλο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συγκροτούσαν τα αποσταλέντα στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. από την ανώνυμη τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «…….» έγγραφα από το φάκελο δανείων της ως άνω Τράπεζας, με βάση τα οποία βεβαιώθηκε το εισπρακτέο ποσό (ήτοι συμβάσεις, αναλυτικές καταστάσεις οφειλών εγγυημένων από το Ελληνικό Δημόσιο, ανάλυση της κίνησης του λογαριασμού που τηρήθηκε από την υπογραφή της μέχρι την ημερομηνία αποστολής των δικαιολογητικών, με τον οικείο χρηματικό κατάλογο και τις τριπλότυπες περιληπτικές καταστάσεις βεβαίωσης), χωρίς, ωστόσο, να διαλαμβάνει στην προσβαλλόμενη απόφαση παραδοχή ότι τα πιο πάνω έγγραφα, που «συγκροτούν» όπως δέχθηκε το Εφετείο, τον ένδικο νόμιμο τίτλο, είχαν κοινοποιηθεί στους ανακόπτοντες ή ότι είχε γίνει προς αυτούς γνωστοποίηση με άλλο νόμιμο τρόπο των επί μέρους στοιχείων του όλου χρέους πριν από την άσκηση της ένδικης ανακοπής, με αποτέλεσμα, λόγω της ως άνω ατελούς και αόριστης περιγραφής της επίδικης απαίτησης, οι ανακόπτοντες και ήδη αναιρεσείοντες να υφίσταται βλάβη, συνισταμένη στην αδυναμία τους να ελέγξουν το ακριβές ύψος της οφειλής τους (κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές προσαυξήσεις) και να την αποκρούσουν, η οποία (βλάβη) δεν είναι δυνατό να καλυφθεί άλλως, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας της αόριστης αυτής ταμειακής βεβαίωσης και, έτσι, να δικαιολογείται η ακύρωση, λόγω αοριστίας, του προσβληθέντος νόμιμου τίτλου. Επομένως, ο πρώτος λόγος της υπό κρίση αίτησης αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος τούτου, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ως άνω αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 1 του άρθρο 559 του ΚΠολΔ, για το λόγο ότι το Εφετείο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις ανωτέρω διατάξεις, δέχθηκε ότι η προσβαλλόμενη με την ανακοπή ταμειακή βεβαίωση δεν πάσχει αοριστίας, είναι βάσιμος.

       Κατ' ακολουθίαν τούτων, και αφού η αναιρετική εμβέλεια του ανωτέρω κριθέντος βάσιμου αναιρετικού λόγου καθιστά αλυσιτελή την εξέταση των λοιπών λόγων της αιτήσεως, πρέπει, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, στο ίδιο Εφετείο, εφ' όσον είναι δυνατή η συγκρότησή του από δικαστή άλλον, εκτός εκείνου που δίκασε και να διαταχθεί η απόδοση του καταβληθέντος παράβολου στους αναιρεσείοντες. Τα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος θα επιβληθούν σε βάρος του αναιρεσιβλήτου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ) μειωμένα, όμως, σύμφωνα με άρθρο 22 ν. 3693/1957, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ' αριθ. …/2019 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Εύβοιας.

       ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλο δικαστή, εκτός εκείνου που δίκασε.

       ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου στους αναιρεσείοντες.  

       ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το αναιρεσίβλητο στη δικαστική δαπάνη των αναιρεσειόντων, την οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

       ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, την 14η Δεκεμβρίου 2021.

       ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, την 1η Φεβρουαρίου 2022.

Πίσω