hero image

ΑΠΟΦΑΣΗ 94/2020 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ (ν.3869/2010)

ΑΠΟΦΑΣΗ 94/2020 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ (ν.3869/2010)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ : 94/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΠΕΙΡΑΙΑ

 

(Δικάζον ως Δευτεροβάθμιο Δικαστήριο και κατά την Εκούσια Δικαιοδοσία)

       Συγκροτήθηκε από το Δικαστή: …….., Πρωτόδικη και συνεδρίασε δημόσια και στο ακροατήριό του, την 14η Μαΐου 2019, με την σύμπραξη της Γραμματέα ……., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ………. του ……. και της ……., με ΑΦΜ ….. της Δ.Ο.Υ. …… που παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Πάρι Αναστασάκου του Σεραφείμ, με Α.Μ. 022837 του Δ.Σ. Αθηνών.

       ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», η οποία εδρεύει στην Αθήνα (οδός ….., αρ. …) με Α.Φ.Μ. ……. και εκπροσωπείται νόμιμα που δεν παραστάθηκε, ήταν απούσα, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……..» που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ….. αρ. …), με ΑΦΜ ……, για δικές της απαιτήσεις και ως ειδική διάδοχος, λόγω συγχώνευσης, διά απορροφήσεως της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…….» και εκπροσωπείται νόμιμα που δεν παρέστη, ήταν απούσα και 3) ανώνυμης τραπεζική εταιρείας με την επωνυμία «…….», που έχει έδρα στην Αθήνα, (οδός ….., αριθ. …) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε, ήταν απούσα.

       Ο εκκαλών ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.3.2018 με ΓΑΚ: ……/23.3.2018 και ΕΑΚ: …./23.3.2018, στην Γραμματεία του εκδώσαντος την εκκαλουμένη Δικαστηρίου έφεσή του κατά της υπ’ αριθ. …../2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την εκουσία δικαιοδοσία, η οποία κατατέθηκε την 26.3.2018, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ: …../2018 και ΕΑΚ: …../2018 και η οποία προσδιορίστηκε και γράφτηκε στο πινάκιο για να συζητηθεί τη σημερινή δικάσιμο της 14.5.2019, οπότε και συζητήθηκε, με σκοπό να εξαφανισθεί, εν συνόλω, η ανωτέρω υπ’ αριθ. …./2017 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιά, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησή του, όπως στο δικόγραφο της έφεσης αναφέρεται.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος ανέπτυξε προφορικά τους ισχυρισμούς του, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις του και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές και στα πρακτικά της δίκης.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Α. Νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η κρινόμενη έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, εφόσον, με βάση τις υπ’ αριθ. …., ….. και …../30.3.2018 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών …… βεβαιώνεται ότι επιδόθηκε στις εφεσίβλητες, ακριβές και επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης. Οι εφεσίβλητες δεν παρέστησαν κατά τη συζήτηση, πλην όμως, η συζήτηση θα πρέπει να προχωρήσει σαν ήταν και αυτές παρούσες [524§4 και 764§2 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο 524 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44§1 του ν.3994/2011 (ΦΕΚ Α΄ 165/25.7.2011)].

       Β. Η υπό κρίση έφεση, κατά της υπ’ αριθ. …./2017 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518§2 ΚΠολΔ, εφόσον δεν προκύπτει ότι έχει λάβει χώρα επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ούτε δε ο εκκαλών που παρέστη το ισχυρίζεται και διότι κατατέθηκε παραδεκτώς στη Γραμματεία του εκδώσαντος αυτή Δικαστηρίου την 23.3.2018 (άρθρα 495 §§1 κα 2, 511, 516, 518, 741, 761 & 762 του ΚΠολΔ) και εφόσον, κατά την κατάθεσή της στη Γραμματεία του εκδώσαντος αυτή Δικαστηρίου, καταβλήθηκε το απαιτούμενο από το άρθρο 495§4 ΚΠολΔ (η οποία προστέθηκε με το άρθρο 12§2 του ν.4055/2012 και ισχύει από 02.4.2012) παράβολο (οράτε το υπ’ αριθ. ………. ηλεκτρονικό παράβολο και το με κωδικό …….. έγγραφο εξόφλησης e-παραβόλου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….»). Αρμοδίως δε εισάγεται η έφεση, προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με το άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως προστέθηκε με το άρθρο 3§3 ν.3994/2011 και ισχύει από 25.7.2011. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, η βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533§1 του ΚΠολΔ).

       Γ. Με την από 28.12.2012, με ΓΑΚ: …./2013 και ΕΑΚ: …./2013 αίτησή του που απηύθυνε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά, που εκδικάστηκε την 17.01.2017, ο αιτών και ήδη εκκαλών, ζήτησε την ρύθμιση του συνολικού χρέους του, με εξαίρεση της κύριας κατοικίας του της οποίας είναι κύριος σε ποσοστό 50%, κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010, λαμβανομένης υπόψη της περιουσιακής του κατάστασης, με σκοπό την απαλλαγή του από αυτό. Επί της ανωτέρω αίτησής, εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό ….../2017 οριστική απόφαση η οποία απέρριψε την αίτηση, ως ουσία αβάσιμη. Κατά αυτής της απόφασης, παραπονείται ο εκκαλών, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του Νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας, ταυτόχρονα, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, με σκοπό να γίνει δεκτή η ανωτέρω αίτησή του.

       Δ.α. Κατά το άρθρο 1§1 του ν.3869/2010, όπως αυτό διαμορφώθηκε με το άρθρο 85 στ. Α' εδ. 1 του ν.3996/2011 και το άρθρο 20§15 του ν.4019/2011 (για τη ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων), φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπροθέσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση που προβλέπεται στην §1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών αυτών και την απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Κατά το άρθρο 8§1 του εν λόγω νόμου, αν το σχέδιο δεν γίνει δεκτό από τους πιστωτές... το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητουμένων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή του οφειλέτη. Επίσης, κατά την §2 του άρθρου αυτού, αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματα του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ιδίου και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, τον υποχρεώνει να καταβάλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο, Κατά την §3 αυτού, ο οφειλέτης οφείλει να εργάζεται κατά τη διάρκεια της περιόδου ρύθμισης της προηγούμενης §, σε κατάλληλη εργασία ή, αν δεν εργάζεται (οφείλει), να καταβάλει την εύλογη προσπάθεια για την εξεύρεση ανάλογης εργασίας... Κατά δε την §4 αυτού, με αίτηση του οφειλέτη ή πιστωτή, που επιδίδεται μέσα σε ένα μήνα από την υποβολή της στο .αρμόδιο δικαστήριο, μπορεί να τροποποιείται η ρύθμιση οφειλών της απόφασης της προηγούμενης παραγράφου ως προς το ύψος των μηνιαίων καταβολών, όταν αυτό δικαιολογείται από μεταγενέστερα γεγονότα ή μεταβολές της περιουσιακής κατάστασης και των εισοδημάτων οφειλέτη. Ενώ, κατά την §5 του ίδιου άρθρου, σε περιπτώσεις, που, εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ιδίας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται, με την απόφαση, μηνιαίες καταβολές, μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί, με την ίδια απόφαση, να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών. Από τις προαναφερόμενες διατάξεις οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματά του για την εξυπηρέτησή τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλέτη και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, προκύπτουν τα ακόλουθα: Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010 είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα. Η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται, κατά βάση, με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8§2 επί τέσσερα έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται, από το ένα μέρος, τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και, ιδίως, από την εργασία του και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβίωσης και, από το άλλο μέρος, οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και, εφόσον συντρέχει κάποια από τις προαναφερόμενες περιστάσεις, όπως είναι η ανεπάρκεια εισοδήματος για την κάλυψη των στοιχειωδών (και όχι των κανονικών και συνήθων) βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλες με ανάλογη τουλάχιστον βαρύτητα, εφαρμόζεται η ρύθμιση της §5 του άρθρου 8, οπότε το δικαστήριο της ουσίας προσδιορίζει μηνιαίες χρηματικές καταβολές μικρού ύψους ή μηδενικές και ορίζει νέα δικάσιμο σε χρόνο απώτερο των πέντε μηνών από τη δημοσίευση της απόφασής του, για να επαναπροσδιοριστεί και οριστικοποιηθεί κατά τη νέα δικάσιμο το τελικό ποσό των μηνιαίων καταβολών για ολόκληρη την τετραετία (οράτε ΑΠ 1789/2017 ΕλλΔνη 2018 σ. 448, με σημείωση Αθ. Κρητικού, 1226/2014 ΕλλΔνη 2014 σ. 1413 με σημείωση Αθανασίου Κρητικού), β. Ειδικότερα, λοιπόν, κατά την έννοια της §1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 για να δικαιούται οφειλέτης να υπαχθεί στις διατάξεις του νόμου αυτού για τη ρύθμιση των οφειλών του και απαλλαγή από το υπόλοιπο αυτών, πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών που πρέπει να περιγράφει στην αίτησή του. Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία όμως δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ειδικότερα, η αδυναμία του οφειλέτη να ανταπεξέλθει στις οφειλές του κρίνεται συνολικά με βάση τη σχέση ρευστότητάς του προς τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του και, αφού ληφθούν υπόψη, εφόσον το ορίζει ο νόμος, οι απαιτούμενες δαπάνες για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειας του. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπροθέσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη όσο και αυτή που διαμορφώνεται κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων. Επισημαίνεται ότι η επίμαχη αδυναμία πληρωμών πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης του οφειλέτη και της οικογένειας του, δηλαδή, η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών πρέπει να συνδυάζεται με τη βασική προστασία της προσωπικής αξιοπρέπειας και, συνακόλουθα, τη διατήρηση-εξασφάλιση ενός στοιχειώδους επιπέδου διαβιώσεως του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογένειάς του. Περαιτέρω, η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη που πρέπει να υπάρχει, κατά το χρονικό σημείο καταθέσεως της αιτήσεως και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι και τη συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια. Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από τη συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από τη συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον. Πράξεις που φανερώνουν μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη για την αντιμετώπιση ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του μπορούν, ενδεικτικά, να αποτελέσουν διαμαρτυρικά συναλλαγματικών για τη μη πληρωμή, επιταγές που δεν πληρώθηκαν κατά την εμπρόθεσμη εμφάνισή τους προς πληρωμή, διαταγές πληρωμής πιστωτικών τίτλων, τελεσίδικες καταψηφιστικές δικαστικές αποφάσεις, αιτήματα του οφειλέτη που διατυπώνονται σε επιστολές προς δανειστές για φιλικό διακανονισμό [οράτε ΑΠ 1208/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, 951/2015 ΝοΒ 2016 σ. 317 επ. Αθ. Κρητικού Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων συμπλήρωμα στην τέταρτη έκδοση έτους 2016, έκδοση 2018 σ. 17 -18]. Ο οφειλέτης πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής κατά το χρονικό σημείο καταθέσεως της αιτήσεως και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο. Το πραγματικό ζήτημα της αδυναμίας πληρωμών των ληξιπρόθεσμων χρηματικών χρεών κρίνεται με έλεγχο της προσωρινότητας ή μη των αιτίων της μη πληρωμής. Για την περίπτωση της ενοχής από παροχή εγγύησης, εφόσον αυτή δεν συντρέχει με άλλες ενοχές, πρέπει ο δανειστής να έχει στραφεί κατά του εγγυητή απαιτώντας από αυτόν καταβολή, εφόσον ο πρωτοφειλέτης δεν καταβάλλει ή δεν καταβάλλει κανονικά. Μόνο τότε μπορεί να γίνει - λόγος για πραγματική αδυναμία πληρωμής. Σε περίπτωση μη συνδρομής του όρου αυτού ο οφειλέτης δεν μπορεί να υπαχθεί στο καθεστώς του ν.3869/2010 (οράτε Αθ. Κρητικού Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων συμπλήρωμα στην τέταρτη έκδοση έτους 2016, έκδοση 2018 σ. 18).

       Ε. Με τον μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο αιτών - εκκαλών προβάλλει ότι η εκκαλουμένη, ένεκα πλημμελούς αξιολόγησης του αποδεικτικού υλικού, απέρριψε την αίτησή του, με το σκεπτικό ότι, κατά τον χρόνο που επικαλείται στην αίτησή του ότι είχε περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμών, ήτοι το έτος 2011 (οικονομική χρήση 2010), αν και είχε ανακύψει το πρόβλημα υγείας του, δεν υπήρχε [στην πραγματικότητα] και μόνιμη αδυναμία πληρωμής, στις πιστώτριες τράπεζες, με το σκεπτικό ότι ο αιτών πέραν του υψηλού εισοδήματος που είχε δηλώσει το οικονομικό έτος 2011 (45.273,49 €), είχε διατηρημένα εισοδήματα και από τα προγενέστερα έτη, καθόσον τα προηγούμενα έτη, με μικρότερο οικογενειακό εισόδημα, εξυπηρετούσε τις δανειακές του υποχρεώσεις. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, επιχείρησε να θεμελιώσει την κρίση του περί της έλλειψης μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμών του αιτούντος και στο γεγονός ότι οι οφειλές του, μέχρι τον Οκτώβριο του έτους 2011, εμφάνιζαν χαμηλή τοκοφορία, καθώς επίσης και στο ότι ο αιτών, μετά τη διακοπή των εργασιών του και την αποχώρησή του από την εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…….», το Σεπτέμβριο του 2011, μεταβίβασε, λόγω γονικής παροχής, στις θυγατέρες του, τα 150 εταιρικά του μερίδια, η αξία των οποίων, κατά την εκτίμηση της Δ.Ο.Υ., προσδιορίστηκε σε 145.354,04 €, συνολικά, τα οποία, σε περίπτωση εκποίησης, θα ικανοποιούσαν κατά ένα μεγάλο μέρος τις πιστώτριες. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο αιτών δεν πληροί τις ουσιαστικές προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στον ν.3869/2010 και, συγκεκριμένα, της μόνιμης και γενικής αδυναμίας του να πληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τις πιστώτριες τράπεζες, προϋποθέσεις οι οποίες, θα πρέπει να συντρέχουν και κατά τον χρόνο κατάθεσης της αίτησης και ότι, ως εκ τούτου και κατ’ επέκταση, δεν δικαιούται, να υπαχθεί στις προστατευτικές του διατάξεις. Συγκεκριμένα, όπως προβάλλεται με το μοναδικό λόγο της έφεσης, ο χρόνος περιέλευσης του αιτούντος σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας πληρωμής των υποχρεώσεών του, εντοπίζεται το τέλος του έτους 2011 και όχι το έτος 2010, όπως, εσφαλμένα, κατά το λόγο έφεσης, διατείνεται η εκκαλουμένη. Έτσι, προς υποστήριξη της ουσιαστικής βασιμότητας της έφεσής του, προβάλλει ότι, τον Οκτώβριο του 2010, υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο, χωρίς να παρουσιάσει έκτοτε βελτίωση, αιτία για την οποία κρίθηκε ανάπηρος σε ποσοστό άνω του 67% τον Ιούλιο 2011, ενώ, από τον Ιούνιο του 2011, αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα και στην όρασή του. Ότι, ένεκα των ανωτέρω δυσμενών εξελίξεων στην υγεία του, προέβη, τον Ιούλιο του 2011, σε διακοπή των εργασιών, λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης, ενώ, την ίδια στιγμή, αποχώρησε και από την εταιρεία της οποίας, ως τότε, είχε μερίδιο. Ότι, για ένα έτος (μέσα του 2011 - μέσα του 2012), τα εισοδήματα του ήταν μηδενικά, στηριζόμενος, για την επιβίωση τη δική του και της συζύγου του, μέχρι και την απονομή της σύνταξής του, σε βοήθεια τρίτων, με αποτέλεσμα να διακόψει τις καταβολές του προς τις πιστώτριες τράπεζες το Νοέμβριο του 2011. Ότι το τελικά διαμορφωθέν ύψος της σύνταξής του ανήλθε σε 1.511,78 €, τη στιγμή που η σύζυγός του είχε παραμείνει άνεργη από το 2010. Ότι, μέχρι τον Οκτώβριο του 2010, όταν και έπαθε το εγκεφαλικό επεισόδιο, μπορούσε, με βάση τα εισοδήματά του, να ανταποκρίνεται τόσο στα έξοδα της διαβίωσής του, όσο και στις συμβατικές του υποχρεώσεις, πλην όμως, τα ανωτέρω γεγονότα, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο συνεχώς κόστος διαβίωσης και των εξόδων του, είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος του, αλλά ίσως και κάποιες εσφαλμένες εκτιμήσεις ως προς τις δυνατότητες αποπληρωμής των δανειακών του υποχρεώσεων, με αποτέλεσμα να καταστεί εντέλει αδύνατη, από τέλη του 2011 και έπειτα, η εξυπηρέτηση των οφειλών του, ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψη και ότι το στεγαστικό και το επισκευαστικό δάνειο που του είχε χορηγήσει η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…….» μετατράπηκαν, το 2007, σε ελβετικό φράγκο, όπως αναλύεται στο λόγο έφεσης, με αποτέλεσμα, ένεκα της μεταβολής της ισοτιμίας, η οφειλή των δανείων του αυτών να είναι κατά 50% αυξημένη, με αποτέλεσμα να απαιτείται καταβολή ποσού επιπλέον 1.500,00 € για την κάλυψη κάθε μηνιαίας δόσης. Εκτός των ανωτέρω, προβάλλει ότι η οικονομική του κατάσταση ήταν τέτοια που επέτρεπε στις τράπεζες να τον δανείζουν και να τον επιβραβεύουν, ακόμα, για την συνέπειά του στην κανονική εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Επίσης, ως προς το ύψος της αξίας των μεταβιβασθέντων, προς τις θυγατέρες του, εταιρικών μεριδίων, υποστηρίζει ότι υποχρεώθηκε, εκ των πραγμάτων, να προβεί στην ενέργεια αυτή, λόγω: α) της απροθυμίας των συνεταίρων του να αγοράσουν τα μερίδια αυτά και β) λόγω του ότι η αγορά αυτών δεν θα συνεπαγόταν και τη μεταφορά, στον αποκτώντα, του αντίστοιχου πελατολογίου και όταν εντέλει, η αξία των μεριδίων αυτών ανερχόταν στο ποσό των 4.500,00 € το οποίο καμία σχέση δεν έχει με το ποσό που αναφέρεται στην εκκαλουμένη (145.354,04 €).

       ΣΤ. Από την εκτίμηση της κατάθεσης του εκκαλούντος ο οποίος, νόμιμα και χωρίς όρκο, εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και του οποίου η κατάθεση εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και του συνόλου των νομίμως προσκομιζόμενων, εκ μέρους του, εγγράφων, τα οποία προσκομίζονται προς άμεση ή έμμεση (διά τεκμηρίων) απόδειξη, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύονται, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ο αιτών …… του ….., (εφεξής ο αιτών), γεννήθηκε το έτος 1960 και είναι έγγαμος μετά της ……. που γεννήθηκε το έτος 1964, γάμο από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικες σήμερα θυγατέρες, εκ των οποίων, η μία γεννήθηκε το έτος 1983 και η άλλη το έτος 1988. Ο αιτών ο οποίος σήμερα είναι συνταξιούχος, εργαζόταν ως ασφαλιστικός πράκτορας και ήταν εταίρος στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…...». Την 11.10.2010, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο και την 27.7.2011 υπέβαλε στη ΔΟΥ ….. δήλωση διακοπής εργασιών, λόγω επικείμενης συνταξιοδότησης. Το ύψος της μηνιαίας σύνταξής του που αποτελεί και το μόνο εισόδημά του ανέρχεται στο ποσό των 1.511,78 €, ενώ η σύζυγός του είναι άνεργη.

       Περαιτέρω, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, ο αιτών είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη: 1) Από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..» του είχε χορηγηθεί α) στεγαστικό δάνειο (συνοφειλέτης με τη σύζυγό του) δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος του οποίου, με βάση την από 18.10.2011 κατάσταση οφειλών της τραπεζικής αυτής εταιρείας, την ημέρα εκείνη, ανερχόταν στο ποσό των 256.436,27 €, β) στεγαστικό δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. …… σύμβασης το ύψος του οποίου, την 18.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 53.679,51 €, γ) ένα καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος του οποίου, την 18.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 2.896,15 € και δ) δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. ….. σύμβασης το ύψος οποίου, την 18.10.2011 ανερχόταν στο ποσό των 11.874,46 € και συνολικά 324.976,39 €. Με βάση δε τη, νεότερη από 15.4.2016 κατάσταση της ίδιας τράπεζας, η υπό στοιχεία γ) και δ) από τις ανωτέρω οφειλές, εμφανίζονται αμετάβλητες, ενώ η υπό στοιχεία α) και β) αυξημένες και, συγκεκριμένα, η α) στο ύψος των 299.075,73 € και η β) στο ύψος των 62.676,50 €. Σύνολο 376.522,84 €, ενώ υπάρχει και μία επιπλέον οφειλή, από πιστωτική κάρτα, ύψους 93.84 € η οποία δεν έχει περιληφθεί στην ένδικη αίτηση. Σύνολο με αυτήν 376.618,68 €. 2) Από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..» του είχε χορηγηθεί α) ένα καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος του οποίου, την 11.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 16.565,27 €, β) μία πιστωτική κάρτα δυνάμει της υπ’ αριθ. …… σύμβασης το ύψος της οποίας, την 11.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 34.219,23 € και γ) μία πιστωτική κάρτα δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος της οποίας, την 11.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 13.235,88 €. Σύνολο 64.020,38 €. Οι αντίστοιχες οφειλές με βάση την κατάσταση της 05.12.2016, ανέρχονταν σε 28.091,12 € η α), 47.907,64 € η β) και 19.330,21 € η γ) Σύνολο 95.328,97 €, ενώ υπάρχει και μία επιπλέον οφειλή δυνάμει του υπ’ αριθ. ……. καταναλωτικού δανείου ύψους 15.126,75 € η οποία, ωστόσο, δεν έχει περιληφθεί στην ένδικη αίτηση. 3) Από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……...» του είχε χορηγηθεί ένα καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. …… σύμβασης το ύψος του οποίου, την 07.10.2011, ανερχόταν στο ποσό των 12.813,81 € και 4) από την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…..» του είχε χορηγηθεί α) ένα καταναλωτικό δάνειο δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος του οποίου, την 10.10.2011 ανερχόταν στο ποσό των 21.684,31 € και β) μία πιστωτική κάρτα δυνάμει της υπ’ αριθ. ……. σύμβασης το ύψος της οποίας, την 10.10.2011 ανερχόταν στο ποσό των 10.269,47 €, ήτοι συνολικά 31.953,78 €, ενώ, με βάση την κατάσταση της 25.11.2015, το ύψος των αντίστοιχων οφειλών έχει διαμορφωθεί σε 36.366,34 € και 18.674,78 € αντίστοιχα. Σύνολο για την ίδια τράπεζα, 55.041,12 €. Με βάση, λοιπόν, τα νεότερα στοιχεία, που αφορούν στις οφειλές οι οποίες έχουν περιληφθεί στην ένδικη αίτηση το ύψος των συνολικών οφειλών του ανέρχεται σε (378.938,89 + 95.328,97 + 12.813,81 + 55.041,12 =) 542.122,79 €.

       Περαιτέρω, αναφορικά με τα εισοδήματα του αιτούντος, το έτος 2005 με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2006, ανέρχονταν σε 28.531,83 €, το έτος 2006, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2007, σε 34.488,70 €, το έτος 2007 με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2008, ανερχόταν σε 45.069,49 €, το έτος 2009, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2010, ανερχόταν σε 31.873,94 €, το έτος 2010, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2011, σε 45.273,49 €, το έτος 2011, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2012, ανέρχονταν σε 20.753,64 €, το έτος 2012, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2013, σε 17.565,57 €, το έτος 2013, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2014, ανερχόταν σε 14.900,50 €, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2015, ανέρχονταν σε 14.041,76 €. Τέλος, το 2015, με βάση το εκκαθαριστικό σημείωμα που εκδόθηκε το 2016, ανέρχονταν σε 18.035,47 €. Με βάση, λοιπόν, όλα τα ανωτέρω, ο χρόνος κατά τον οποίο ο αιτών βρέθηκε σε αδυναμία να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του προς τις πιστώτριες τράπεζες, έπεται χρονικά της εμφάνισης του σοβαρού προβλήματος (εγκεφαλικό επεισόδιο) που αντιμετώπισε την 11.10.2010, ενώ, με βάση τα εισοδήματά του, όπως είχαν, μέχρι τη στιγμή εκείνη, διαμορφωθεί υπήρχε η δυνατότητα να καταβάλει και μετά το γεγονός αυτό, κάποια ποσά, έναντι των οφειλών του αυτών, προς τις πιστώτριες τράπεζες, με αποτέλεσμα πράγματι να έχει περιέλθει σε κατάσταση μόνιμης και γενικής αδυναμίας να είναι συνεπής στις υποχρεώσεις του προς τις πιστώτριες τράπεζες, σε χρόνο που τοποθετείται ένα περίπου έτος αργότερα σε σχέση με το παραπάνω γεγονός. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η πραγματική αξία των εκατόν πενήντα εταιρικών μεριδίων του αιτούντος που μεταβιβάστηκαν δυνάμει του υπ’ αριθ. 1700/20.9.2011 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών …… που έλαβε χώρα το Σεπτέμβριο του 2011, λόγω γονικής παροχής, στις δύο θυγατέρες του, δεν είναι αυτή των 145.354,04 €, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, βασιζόμενη στην εκτίμηση της πραγματικής αξίας των εταιρικών αυτών μεριδίων στην οποία προέβη η αρμόδια Δ.Ο.Υ, όπως αποτυπώθηκε στο τίτλο μεταβίβασης. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η όντως αξία των μεριδίου αυτών πόρρω απέχει από την ανωτέρω διαληφθείσα θεμελιώνεται, κατά την λογική εκτίμηση των δεδομένων της εμπειρικής πραγματικότητας, στο γεγονός ότι καμία από τις πιστώτριες τράπεζες δεν επιδίωξε την διάρρηξη της ανωτέρω μεταβίβασης, κατά τους όρους των άρθρων 939επ. ΑΚ. Παράλληλα, αυτό που είναι επίσης αξιοπρόσεκτο είναι ότι, κατά την ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου διεξαχθείσα δίκη, καμία από τις τράπεζες που παρέστησαν δεν διατύπωσε συλλογισμό, προς απόρριψη της αίτησης, αντίστοιχο με αυτόν που εμπεριέχεται στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, ως προς το θέμα αυτό και, γενικά, ούτε ακροθιγώς δεν ασχολήθηκαν με την παράμετρο αυτή, ενώ κρίνεται ότι ο έντονα προσωπικός χαρακτήρας της εταιρείας καθιστούσε και λόγω του πολύ μικρού αριθμού των εταίρων της, εκ των πραγμάτων, λίαν δυσχερή και εν τελεί απρόσφορη την απόπειρα μεταβίβασης των μεριδίων αυτών μεριδίων σε τρίτα πρόσωπα τα οποία δυσκόλως θα επένδυαν τόσο μεγάλο κεφάλαιο, σε αντίθεση βέβαια με μία μεγάλη ανώνυμη εταιρεία.

       Με βάση όλα τα παραπάνω και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο αιτών δεν μπορούσε, όπως κανένας μέσος πολίτης και κάτοικος αυτής της χώρας, να προβλέψει την αύξησης του κόστους διαβίωσης η οποία, εν πολλοίς, οφείλεται στην κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας και ιδιαιτέρα της έμμεσης, εφόσον, κατά πρώτον, μόνον οι συντελεστές του ΦΠΑ έχουν αυξηθεί, στη χώρα μας, πέντε φορές, από το έτος 2010, ενώ, ωσαύτως, κλήθηκε, σε πρώτη φάση, να πληρώσει ΕΕΤΗΔΕ και στη συνέχεια, καλείται να πληρώσει ΕΝΦΙΑ που δεν προβλεπόταν, όταν έλαβε τα ένδικα δάνεια, πριν το έτος 2010 - για το ακίνητό του αυτό, είναι φανερό ότι ο αιτών, χωρίς να είναι έμπορος, [εφόσον μόνο το γεγονός ότι ήταν εταίρος - διαχειριστής μιας εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, δεν τον καθιστά, άνευ ετέρου και έμπορο, αλλά απαιτούνται και πρόσθετες προϋποθέσεις προς τούτο, συνιστάμενες στην κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας (οράτε ΑΠ 805/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), που εδώ δεν συντρέχουν] και χωρίς να έχει δόλο σχετικά, έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του, με αποτέλεσμα να πρέπει να ενταχθεί στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του ν.3869/2010 και, ειδικότερα, στα άρθρα 8§5 και 9§2 αυτού. Ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχθηκε ότι ο αιτών, ουσιαστικά, ουδέποτε περιήλθε σε τοιαύτη κατάσταση, υπέπεσε σε σφάλμα περί την αξιολόγηση του αποδεικτικού υλικού, όπως βάσιμα ισχυρίζεται, με τον λόγο της έφεσής του, ο αιτών - εκκαλών. Θα πρέπει, συνεπώς, η έφεση να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να διαταχθεί η επιστροφή του παράβολου της στον εκκαλούντα, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση προς κατ’ ουσίαν έρευνα, από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535§1 ΚΠολΔ), να ρυθμιστούν οι οφειλές του εκκαλούντος προς τις εφεσίβλητες, κατά το άρθρο 8 ν.3869/2010 (δεδομένου ότι ο αιτών στερείται ρευστοποιήσιμης περιουσίας), όπως ισχύει πριν την τροποποίησή του με το ν.4336/2015, εφόσον η νέα ρύθμιση εφαρμόζεται και καταλαμβάνει, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ A 94/14.8.2015), τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, δηλαδή μετά από την υπογραφή από τα συμβαλλόμενα μέρη της Σύμβασης Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΥ Β' του άρθρου 3 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ A 94/14.8.2015). Περαιτέρω, όπως και παραπάνω αναφέρθηκε, το ύψος της μηνιαίας σύνταξης του αιτούντος που αποτελεί και το μόνο εισόδημα δικό του και της συζύγου του, ανέρχεται στο ποσό των 1.511,78 €, ενώ η σύζυγός του είναι άνεργη, από τον Οκτώβριο του 2010 μέχρι και το Μάιο του 2019, και η δαπάνη για την κάλυψη των αναγκών διαβίωσης του ζεύγους, ενόψει και του πολύ σοβαρού προβλήματος και της αναπηρίας του, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 900,00 €.

       Περαιτέρω, θα πρέπει να ρυθμιστούν τα χρέη του αιτούντος με μηνιαίες  καταβολές ύψους 389,39 € το μήνα, ποσό το οποίο βρίσκεται εντός των οικονομικών του δυνατοτήτων, λαμβανομένων υπόψη και των υποχρεώσεων της συζύγου του για συναφή απαίτηση. Το ποσό δε αυτό θα καταβληθεί συμμέτρως διανεμόμενο μεταξύ των πιστωτριών του. Ειδικότερα, ο αιτών θα καταβάλλει: 1) στην πρώτη των καθ’ ων (……): α) το ποσό των 214,81 € το μήνα [(389,39 X 299.075,73) : 542.122,79] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 10.310,88 € (214,81 X 48) για την οφειλή του ύψους 299.075,73 €, β) το ποσό των 45,01 € το μήνα [(389,39 X 62.676,50): 542.122,79] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 2.160,48 € (45,01 X 48) για την οφειλή του ύψους 62.676,50 €, γ) το ποσό των 9,93 € το μήνα [(389,39 X 13.828,68) : 542.122,79] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 476,64 € (9,93 X 48) για την οφειλή του ύψους 13.828,68 € και δ) το ποσό των 2,41 € το μήνα [389,39 X 3.357,98) : 542.122,79 ] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 115,68 € (2,41 X 48) για την οφειλή του ύψους 3.357,98 €. Στην δεύτερη των καθ’ ων (……..) α) το ποσό των 20,17 € το μήνα [(389,39 X 28,091,12) : 542.122,79] και συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 968,16 € (20,17 X 48) για την οφειλή του ύψους 28.091,12 €, β) το ποσό των 34,41 ευρώ το μήνα [(389,39 X 47.907,64): 542.122,79 ] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 1.651,68 € (34,41 X 48) για την οφειλή του ύψους 47.907,64 € και γ) το ποσό των 13,88 € το μήνα [(389,39 X 19.330,21) : 542.122,79 ] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 666,24 € (13,88 X 48) για την οφειλή του ύψους 19.330,21 €. Στην τρίτη των καθ’ ων τραπεζική εταιρεία «……» το ποσό των 9,20 € το μήνα [(389,39 X 12.813,81) : 542.122,79 ] και συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 441,60 € (9,20 X 48) για την οφειλή του ύψους 12.813,81 € και στην τέταρτη των καθ’ ων, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», α) το ποσό των 26,12 € το μήνα [(389,39 X 36.366,34) : 542.122,79 ] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 1.253,76 € (26,12 X 48) για την οφειλή της ύψους 36.366,34 € και β) το ποσό των 13,41 € το μήνα [(389,39 X 18.674,78) : 542.122,79 ] και, συνολικά, επί τετραετία, το ποσό των 643,68 € (13,41 X 48) για την οφειλή του ύψους 18.674,78 €. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο αιτών θα καταβάλει στις πιστώτριες τράπεζες, για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών, το ποσό των (10.310,88 + 2,160,48 + 476,64 + 115,68 + 968,16 + 1.651,68 + 666,24 +441,60 + 1.253,76 + 643,68 =) 18.688,80 € και θα παραμείνει υπόλοιπο το ποσό των (542.122,79 -18.688,80 =) 523.433,99 €.

       Παράλληλα, μία από τις απαιτήσεις της πιστώτριας «……» από σύμβαση στεγαστικού δανείου, στην οποία ενέχεται ο αιτών ως συνοφειλέτης είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένες. Συγκεκριμένα, προς εξασφάλιση των απαίτησης της ως άνω πιστώτριας από την υπ’ αριθμόν ……. σύμβαση στεγαστικού δανείου ενεγράφη δυνάμει της με αριθμό ……. αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προσημείωση υποθήκης Β' τάξης, ποσού 312.000,00 € επί της περιγραφόμενης ανωτέρω κύριας κατοικίας του αιτούντος, ενώ είχε εγγραφεί και προσημείωση υποθήκης Α' Τάξης υπέρ της τραπεζικής εταιρείας «……..», με βάση τα στοιχεία του 2006 που προσκομίστηκαν η οποία είχε εγγραφεί την 14.9.2005, για ποσό 260.400,00 € πολύ δηλαδή μεγαλύτερο σε σχέση με το ποσό που, κατά τα ανωτέρω, οφείλεται στην ανωτέρω τραπεζική εταιρεία (95.328,97 € για τις οφειλές που περιελήφθησαν + οφειλή ύψους 15.126,75 € που δεν περιελήφθη στην αίτηση), ενώ σημειώνεται ότι, τόσο στην αίτηση, όσο και στο δικόγραφο των προτάσεων της τραπεζικής αυτής εταιρείας που είχε παραστεί κατά την εκδίκαση της αίτησης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, καμία μνεία δεν είχε γίνει ως προς την χρονικά πρώτα εγγραφείσα προσημείωση με αποτέλεσμα να μπορεί βάσιμα και λογικά και ενόψει και του ότι ο αιτών κατέθεσε ανωμοτί ότι το αρχικό στεγαστικό δάνειο για την αγορά της [και σήμερα] οικίας του ζεύγους είχε συναφθεί με την τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..» δάνειο το οποίο μεταφέρθηκε στη συνέχεια στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», να γίνει δεκτό ότι αυτή η προσημείωση έχει, στο μεσοδιάστημα, εξαλειφθεί.

       Περαιτέρω, η ρύθμιση αυτή θα συνδυαστεί με την προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 9§2 ν.3869/2010, εφόσον, με τις καταβολές επί τετραετία της πρώτης ρύθμισης, δεν έχει επέλθει πλήρης εξόφληση των απαιτήσεων των πιστωτών του αιτούντος και προβάλλεται σχετικό αίτημα απ’ αυτόν, μετά το οποίο είναι υποχρεωτική για το Δικαστήριο η εξαίρεση της κατοικίας της από την εκποίηση (οράτε Αθ. Κρητικό, «Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων», δεύτερη έκδοση σ. 215). Στο πλαίσιο της ρύθμισης αυτής του άρθρου 9§2 ν.3869/2010, θα πρέπει να οριστούν μηνιαίες καταβολές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, για την οποία θα πρέπει να καταβάλει μέχρι το 85% της εμπορικής της αξίας του ½ του ποσοστού συγκυριότητας του, ήτοι μίας κατοικίας - διαμερίσματος, επιφάνειας (86,00μ2 + 30,37μ2 =) 116,37μ2, κείμενης στον 3° όροφο πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου στον ….., επί της οδού ….. αρ….., μετά του αντιστοίχου ποσοστού επί αποθήκης του υπογείου, επιφάνειας 4,00μ2, έτους κατασκευής 2005, η αντικειμενική αξία του οποίου ανέρχεται (βάσει του φύλλου προσδιορισμού ΕΝΦΙΑ του 2018) στο ποσό των 48.174,68 € και η εμπορική αξία του - με βάση τις επικρατούσες σήμερα συνθήκες αγοράς ακινήτων και την ορατή, πλέον, ανάκαμψη που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες στην αγορά ακινήτων, βασιζόμενη στο έντονο αγοραστικό ενδιαφέρον, κυρίως από ευκατάστατους αλλοδαπούς, για αγορά ακινήτων, ανέρχεται στο ποσό των 90.000,00 €, [=180.000,00 / 50% (το ποσοστό εξ αδιαιρέτου που διαθέτει ο αιτών)] και, επομένως, η εμπορική αξία του εν λόγω ακινήτου του δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας (άρθρο 21 του ν.3842/2010) και μάλιστα προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό, όπως απαιτεί η §2 του άρθρου 9 του ν.3869/2010, δηλαδή ποσό μέχρι του ποσού των 76.500,00 € (= 90.000,00 X 85%). Η μερική ικανοποίηση της πιστώτριας αυτής θα γίνει μέχρι το ποσό των 76.500,00 €, του 85% δηλαδή της εμπορικής αξίας της κατοικίας του αιτούντος, συμμέτρως κατανεμόμενου, μεταξύ των ανωτέρω αναφερόμενων συμβάσεων, απαλλασσόμενου του υπολοίπου των χρεών του, με την τήρηση των όρων και αυτής της ρύθμισης. Εξάλλου, από τις καταβολές αυτές για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του αιτούντος θα ικανοποιηθούν προνομιακά μόνον οι απαιτήσεις της πρώτης εφεσίβλητης - πιστώτριας «……..» από το στεγαστικό δάνειο, καθόσον έχουν εγγράφει γι’ αυτές προσημειώσεις υποθήκης. Αναφορικά με τον χρόνο αποπληρωμής του ποσού αυτού, θα πρέπει να οριστεί σε 20 έτη, λαμβανομένων υπ’ όψιν του ύψους του χρέους πού πρέπει να πληρώσει για τη διάσωση της κατοικίας του, των οικονομικών του δυνατοτήτων και της ηλικίας του. Έτσι, το ποσό κάθε μηνιαίας δόσης ανέρχεται σε 318,75 €, δηλαδή 76.500,00 €: (=20 έτη X 12 μήνες). Παράλληλα, θα πρέπει να του χορηγηθεί περίοδος χάριτος τεσσάρων ετών, ώστε να μη συμπέσει η τελευταία αυτή ρύθμιση με την πιο πάνω των καταβολών επί τεσσάρων ετών, και να επιβαρυνθεί με δύο μηνιαίες δόσεις με κίνδυνο να φανεί ασυνεπής στις υποχρεώσεις του. Η καταβολή λοιπόν των δόσεων, για τη διάσωση της κατοικίας του αιτούντος, θα ξεκινήσει την 1η ημέρα του 1ου μήνα τέσσερα έτη μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της παρούσας απόφασης, θα έχει διάρκεια 20 ετών (240 δόσεις) και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο, που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των Πράξεων Κύριας Αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το υπόλοιπο δε των απαιτήσεων των καθ’ ων δεν μπορεί να ικανοποιηθεί γιατί δεν μπορεί από το νόμο να επιβληθεί άλλη υποχρέωση στον αιτούντα. Εφόσον, λοιπόν, ο αιτών συμμορφωθεί με τα ανωτέρω, ως προς το υπόλοιπο των απαιτήσεων των πιστωτριών, θα τύχει απαλλαγής, υπό τους όρους του άρθρου 11§1 του ίδιου ως άνω Νόμου.

       Με βάση όλα όσα προ αναφέρθηκαν, θα πρέπει η αίτηση περί δικαστικής ρύθμισης των χρεών του αιτούντος να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφενός, να εξαιρεθεί από την εκποίηση της περιουσίας του, για την ικανοποίηση των καθ’ ων - πιστωτριών το παραπάνω ακίνητο που απέκτησε ο αιτών το οποίο χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία τόσο δική του όσο και της συζύγου του, να ρυθμιστούν τα χρέη του προς τις καθ’ ων η αίτηση, κατά τον αναφερόμενο στο διατακτικό τρόπο και να διαταχθεί η επιστροφή του καταβληθέντος παράβολου στον αιτούντα - εκκαλούντα. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται κατά τη διάταξη του άρθρου 8§6 ν.3869/2010, που ισχύει και στη δευτεροβάθμια δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντα τον εκκαλούντα και ερήμην των εφεσιβλήτων.

       ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση κατά της αριθ. …../2017 οριστικής αποφάσεως (διαδικασία εκούσιας δικαιοδοσίας) του Ειρηνοδικείου Πειραιά.

       ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

       ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την υπόθεση.

       ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση εν μέρει.

       ΡΥΘΜΙΖΕΙ τα χρέη του αιτούντος με ισόποσες μηνιαίες καταβολές προς τους πιστωτές της επί τέσσερα χρόνια, οι οποίες θα αρχίζουν την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα μετά την κοινοποίηση προς αυτήν της απόφασης, ήτοι ποσού:

       1. στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……» : α) το ποσό των 214,81 € το μήνα, β) το ποσό των 45,01 € το μήνα, γ) το ποσό των 9,93 € το μήνα και δ) το ποσό των 2,41 € το μήνα,

       2. στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……» : α) το ποσό των 20,17 € το μήνα, β) το ποσό των 34,41 € το μήνα και γ) το ποσό των 16,15 € το μήνα,

       3. στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…….» το ποσό των 9,20 € το μήνα και

       4. στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», α) το ποσό των 26,12 € το μήνα και β) το ποσό των 13,41 € το μήνα.

       ΕΞΑΙΡΕΙ της εκποίησης την κύρια κατοικία του αιτούντος, ήτοι το ½ του ποσοστού συγκυριότητας του εξ αδιαιρέτου, ήτοι μίας κατοικίας - διαμερίσματος, επιφάνειας (86,00μ2 + 30,37μ2 =) 116,37μ2, κείμενης στον 3° όροφο πολυκατοικίας, κτισμένης επί οικοπέδου στον ……, επί της οδού …… αρ. …., μετά του αντιστοίχου ποσοστού επί αποθήκης του υπογείου, επιφάνειας 4,00μ2, έτους κατασκευής 2005).

       ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ στον αιτούντα την υποχρέωση να καταβάλει, για τη διάσωση της κατοικίας του στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……..», το ποσό των τριακοσίων δέκα οχτώ ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (318,75 €), το μήνα επί διακόσιους σαράντα (240) μήνες. Η καταβολή των μηνιαίων αυτών δόσεων θα ξεκινήσει την πρώτη ημέρα του πρώτου μήνα τέσσερα έτη μετά την κοινοποίηση προς αυτόν της παρούσας απόφασης και θα γίνει χωρίς ανατοκισμό με το μέσο επιτόκιο στεγαστικού δανείου με το κυμαινόμενο επιτόκιο που θα ισχύει κατά το χρόνο της αποπληρωμής, σύμφωνα με το στατιστικό δελτίο της Τράπεζας της Ελλάδος αναπροσαρμοζόμενο με επιτόκιο αναφοράς αυτό των πράξεων κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

       ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση του προκατατεθέντος παράβολου στον αιτούντα.

       Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά, δημοσιεύτηκε δε στον ίδιο τόπο, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του την 9η Ιανουάριου 2020, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Πίσω