hero image

ΑΠΟΦΑΣΗ 3984/2020 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 3984/2020 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

  Αριθμός Απόφασης

3984/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

       ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή ……., Πρωτόδικη, η οποία ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από το Γραμματέα ……..

       ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 8-11-2019 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της ………, βάσει δηλώσεως.

       ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …….. του ……, τ. κατοίκου ……. Αττικής και ήδη κατοίκου ……… Λακωνίας, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ναταλίας Παναγιωτοπούλου, 2) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της ………, 3) ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, 4) νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

       Ο 1ος εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας την από 2/4/2012 και με αριθμό κατάθεσης ……./10.5.2012 αίτησή του και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό …../2015 οριστική απόφασή του έκανε δεκτή την αίτηση. Κατά της πιο πάνω απόφασης η καθ' ης και ήδη εκκαλούσα άσκησε την από 19-7-2017 και με αριθμό κατάθεσης ……../…../2017 έφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης ……/2017 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……/2017, προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

       Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παριστάμενων διαδίκων κατέθεσαν προτάσεις και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115§2 (όπως αυτό ισχύει), 242§2, 741, 745 & 759§4 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, στις υποθέσεις της Εκούσιας Δικαιοδοσίας για τις οποίες είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, ακόμη και στο δεύτερο βαθμό, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242§2 ΚΠολΔ και κατά συνέπεια, δεν ισχύει η ευχέρεια των πληρε­ξουσίων Δικηγόρων των διαδίκων να προκαταθέσουν δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υπόθεσης. Σε μια τέτοια περίπτωση (που δεν μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη του άρθρου 242§2), ο διάδικος, που κατέθεσε προτάσεις και δεν παρουσιάστηκε στη συζήτηση δικάζεται ερήμην (βλ. ΕφΘεσσαλ 15/2018, ΕφΠειρ 181/2017, ΕφΠειρ 284/2017, ΕφΠειρ 199/2014, ΕφΑαρ 157/2013, ΕφΑθ 145/2012, ΕφΠειρ 363/2010, ΕφΠατρ 539 /2009, ΕφΑθ 3057/2009, ΕφΑθ 5987/2008, ΕφΑθ 209/2006, ΕφΑθ 1686/2006, Χαρούλας Απαλαγάκη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Ερμηνεία σελ. 2459). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη της §2 του άρθρου 764 ΚΠολΔ, με το οποίο τίθενται ειδικοί κανόνες στη συζήτηση της έφεσης, κατά αποφάσεων που εκδόθηκαν κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739επ. ΚΠολΔ), όπως είναι η εκκαλουμένη, που εκδόθηκε επί αιτήσεως για την υπαγωγή της αιτούσας στις διατάξεις του ν.3869/2010, «αν όταν εκφωνείται η υπόθεση δεν εμφανιστεί κανείς διάδικος, η συζήτηση ματαιώνεται. Αν κάποιος από τους διαδίκους εμφανιστεί, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση κατ’ oυσίαv». Από τη διάταξη αυτή, σαφώς προκύπτει, ότι επί υποθέσεως που δικάζεται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, η υπόθεση ερευνάται κατ’ ουσίαν έστω και αν απουσιάζει ο εκκαλών και παρίσταται ο εφεσίβλητος. Για την έρευνα, όμως, της υπόθεσης, σε περίπτωση απουσίας κάποιου από τους διαδίκους, προέχει η έρευνα της νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσής του. Έτσι, ερευνάται αν τη συζήτηση επισπεύδει ο διάδικος που απολείπεται ή αν την επισπεύδει ο παριστάμενος, οπότε ερευνάται η κλήτευση αυτού που απουσιάζει. Η ως άνω ρύθμιση, ως ειδική, κατισχύει της γενικής ρυθμίσεως του άρθρου 524§3 ΚΠολΔ κατά την οποία «σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος η έφεση απορρίπτεται», σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 741 ΚΠολΔ, κατά την οποία τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, εκτός αν είναι αντίθετα προς ειδικές διατάξεις, όπως η προκειμένη διάταξη της §2 του άρθρου 764 ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3057/2009, ΕφΑθ209/2006, ΕφΠειρ 71/2005 ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, εισάγεται προς συζήτηση, ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, η από 19-7-2017 και με αριθμό κατάθεσης …../…../2017 έφεση, της πρωτοδίκως ηττηθείσας καθ’ ης η αίτησης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», κατά της υπ’ αριθ. ……./2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, που εκδόθηκε κατά τη Διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, επί της με Αριθμό Έκθεσης Κατάθεσης …../2012 αίτησης του 1ου εφεσίβλητου για την υπαγωγή του στις διατάξεις του ν.3869/2010. Ο πλη­ρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας προκατάθεσε έγγραφες προτάσεις την 5-11-2019 και με την ίδια ημερομηνία δήλωσή του, κατά το άρθ. 242§2 του ΚΠολΔ, δήλωσε ότι δεν θα παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και συναινεί στη συζήτησή της. Η παράσταση αυτή του πληρεξουσίου Δικηγόρου της εκκαλούσας δεν είναι η προσήκουσα κατά τη Διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, διότι, σύμφωνα με την παραπάνω νομική σκέψη, δεν επιτρέπεται η παράστασή του με δήλωση του άρθ. 242§2 ΚΠολΔ όταν πρόκειται για υπόθεση της Εκούσιας Δικαιοδοσίας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από το φάκελο της δικογραφίας, η συζήτηση της ένδικης έφεσης επισπεύσθηκε από την εκκαλούσα, η οποία επέδωσε εμπρόθεσμα και νομότυπα προς τους 3ο και 4° των εφεσίβλητων πιστό αντίγραφο της υπό κρίση έφεσής της, με την πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης (βλ. τις με αριθμό ….. και …../8.9.2017 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………), οι οποίοι όμως δεν εκπροσωπήθηκαν από δικηγόρο κατά την παραπάνω δικάσιμο, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Συνακόλουθα η εκκαλούσα και η 3η και 4ος των εφεσίβλητων πρέπει να δικαστούν, το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρα 524§4, 741, 764§2 του ΚΠολΔ, 3 του ν.3869/2010).

       Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αρ. …./2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και συγκεκριμένα πριν από την παρέλευση δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (άρθρα 495επ., 511, 513§1, 516§1, 517, 518§2 και 591§1 ΚΠολΔ), αφού από τα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν προκύπτει, ούτε άλλωστε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, αρμοδίους φέρεται δε προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 17Α ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533§1 του ίδιου Κώδικα).

       Με την από 2.4.2012 αίτησή του, ο αιτών και ήδη 1ος εφεσίβλητος, επικαλούμενος ότι έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζήτησε τη διευθέτηση αυτών από το Δικαστήριο κατά τις διατάξεις του ν.3869/2010 κατά το προτεινόμενο εξ’ αυτού σχέδιο, ήτοι με μηνιαίες καταβολές στους πιστωτές καθ' ων, έτσι ώστε να επέλθει μερική απαλλαγή του από κάθε τυχόν υφιστάμενο υπόλοιπο των χρεών του έναντι των τελευταίων, καθώς και να εξαιρεθεί από την εκποίηση ακίνητο που χρησιμοποιεί ως κύρια κατοικία του. Το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, με τη με αριθμό …./2015 οριστική απόφασή του, έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αίτηση και ακολούθως την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, προβαίνοντας σε δικαστική ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 231.975,87 €, ως εξής: α) όρισε μηδενικές καταβολές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8§5 ν.3869/2010 (χωρίς προσδιορισμό χρονικού διαστήματος αυτών) και β) όρισε να καταβάλει ο αιτών, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9§2 ν.3869/2010, το ποσό των 13.789,44 € σε 240 μηνιαίες δόσεις (20 έτη), ύψους 57,45 € εκάστη, της πρώτης δόσης καταβλητέας τον Ιανουάριο του 2016, εξαιρώντας από τη ρευστοποίηση την κύρια κατοικία του αιτούντος. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα η καθ' ης η αίτηση πιστώτρια και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «………», με τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων κι εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητώντας την εξαφάνισή της, έτσι ώστε να απορριφθεί η αίτηση.

       Στο ν.3869/2010 η κατά τόπον αρμοδιότητα καθορίζεται από την κατοικία ή διαμονή τη στιγμή της κατάθεσης της αίτησης. Εξάλλου, η κατάθεση της αίτησης σε συγκεκριμένο Ειρηνοδικείο επιφέρει το αμετάβλητο της κατά τόπον αρμοδιότητας (άρ. 221§1 περ. β' του ΚΠολΔ), ακόμη και αν μετά την κατάθεση της αίτησης αλλάξει η κατοικία ή διαμονή του οφειλέτη (βλ. σχετ. Αθ. Γ. Κρητικός, ό.π., σελ. 79, I. Βενιέρης - θ. Κατσάς, ό.π., σελ. 118-119). Εν προκειμένω, η καθ’ ης η αίτηση - πιστώτρια και ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση, αμφισβητεί την τοπική αρμοδιότητα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με ισχυρισμό, ο οποίος αποτελεί άρνηση διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι ένσταση (ΕφΛαρ. 109/2002), επικαλούμενη ότι αναρμοδίως κατά τόπο επελήφθη της ένδικης διαφοράς το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, καθόσον κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης, ο αιτών κατοικούσε πλέον στο …… Λακωνίας και όχι στην Καλλιθέα Αττικής. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι, τόπος μόνιμης κατοικίας του αιτούντος - κατά το χρόνο υποβολής της κρινόμενης αίτησης, ήτοι την 10-5-2012 (σύμφωνα με την κατάθεση της Γραμματέα) - ήταν η Καλλιθέα Αττικής. Επομένως, αρμοδίως κατά τόπο επελήφθη της ένδικης διαφοράς το Ειρηνοδικείο Καλλιθέας, δεδομένου ότι τοπικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το Ειρηνοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου ο οφειλέτης έχει την κατοικία του, αλλιώς τη συνήθη διαμονή του, κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης (άρ. 6§1, άρ.3 του ν.3869/2010).

       Σύμφωνα με το άρ.4§1 του ν.3869/2010, η αίτηση του οφειλέτη περί υπαγωγής του στις διατάξεις του ως άνω νόμου, πρέπει να περιέχει: α) κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και του συζύγου του, β) κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 213/2018 Νόμος).

       Με τον πρώτο λόγο της υπό κρίση έφεσης, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να απορρίψει προεχόντως ως αόριστη την αίτηση του αιτούντος- 1ου εφεσίβλητου, για τον λόγο ότι δεν αναφερόταν σε αυτήν ο χρόνος και ο λόγος για τον οποίο προέβη σε λήψη δανείων, που αναλώθηκαν τα χρήματα που εκταμιεύθηκαν, τα εισοδήματά του κατά το χρόνο ανάληψης των δανείων, πότε περιήλθε σε αδυναμία εξυπηρέτησής τους και ποια ήταν η δόση που έπρεπε να καταβάλει τότε, κατά πόσο είχε μειωθεί ο μισθός του και αναλυτικά τα έξοδά την περίοδο εκείνη. Ωστόσο, από την επισκόπηση της αίτησης προκύπτει ότι αυτή περιέχει τα ελάχιστα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία και δη: α) την κατάσταση της περιουσίας του οφειλέτη και των κάθε φύσης εισοδημάτων του ιδίου και της συζύγου του, β) την κατάσταση των πιστωτών του και των απαιτήσεων τους κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα και γ) σχέδιο διευθέτησης οφειλών, που να λαμβάνει υπόψη με εύλογο τρόπο και συσχέτιση, τόσο τα συμφέροντα των πιστωτών, όσο και την περιουσία, τα εισοδήματα και την οικογενειακή κατάσταση του οφειλέτη, στοιχεία τα οποία περιλαμβάνονται στη ως άνω αίτηση, ενώ όλα τα λοιπά στοιχεία, που εσφαλμένως υποστηρίζει η εκκαλούσα ότι όφειλε να συμπεριλάβει, αποτελούν αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας και όχι του ορισμένου της αίτησης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η αίτηση είναι ορισμένη ορθώς εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλλε και ως εκ τούτου ο σχετικός με το ως άνω κεφάλαιο πρώτος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

       Με τη διάταξη της §1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 ("Ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων..."), όπως το άρθρο αυτό ίσχυε και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση πριν αντικατασταθεί με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015) που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ. Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι "φυσικά πρόσωπα που δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους (εφεξής οφειλέτες) δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο την αίτηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 4 για τη ρύθμιση των οφειλών τους και απαλλαγή. Την ύπαρξη δόλου αποδεικνύει- ο πιστωτής". Βασική προϋπόθεση για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν.3869/2010, είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, η οποία πάντως δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή (ΑΠ 65/2017, ΑΠ 1299/2015, ΑΠ 1226/2014). Αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, δηλαδή ελλείψεως όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την εργασία του και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβιώσεως και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό, που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών (ΑΠ 1208/2017, ΑΠ 1226/2014). Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για τον προσδιορισμό δε της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το εισόδημα του οφειλέτη, αλλά και η λοιπή περιουσία του κινητή και ακίνητη, η οποία μπορεί να ρευστοποιηθεί, ώστε να ικανοποιήσει τους πιστωτές. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσο και αυτή που διαμορφώνεται σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας. Η μόνιμη αδυναμία πληρωμής του οφειλέτη, που πρέπει να υπάρχει κατά το χρονικό σημείο της καταθέσεως της αιτήσεως και η κατάσταση αυτή να διατηρείται μέχρι και την συζήτηση στο ακροατήριο, μπορεί να οφείλεται σε διάφορα αίτια, όπως απόλυση από την εργασία, μείωση μισθού ή συντάξεως, σοβαρό πρόβλημα υγείας κ.λπ. Η αδυναμία πληρωμής, κατά κανόνα, είναι πραγματικό ζήτημα, το οποίο δύναται να κριθεί από την συνολική κατάσταση του οφειλέτη, από την συνολική συμπεριφορά των πιστωτών του στο κρίσιμο χρονικό σημείο και την αναμενόμενη εξέλιξη στο μέλλον (ΑΠ 52/2019, ΑΠ 551/2018, ΑΠ 1208/2017, ΑΠ 951/2015). Περαιτέρω, ο ν.3869/2010 θεωρεί δεδομένη την έννοια του δόλου από τη γενική θεωρία του αστικού δικαίου. Στο πεδίο του τελευταίου ο δόλος, ως μορφή πταίσματος, προβλέπεται στη διάταξη 330 ΑΚ, με την οποία ορίζεται "ο οφειλέτης ενέχεται, αν δεν ορίσθηκε κάτι άλλο, για κάθε αθέτηση της υποχρέωσής του από δόλο ή αμέλεια, δική του ή των νόμιμων αντιπροσώπων του. Αμέλεια υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές”. Η έννοια του δόλου, όπως γίνεται δεκτή στο πεδίο του αστικού δικαίου, συμπίπτει με εκείνη του άρθρου 27§1 ΠΚ. Η τελευταία αυτή διάταξη διακρίνει το δόλο σε άμεσο και ενδεχόμενο. Ορίζει δε ότι με άμεσο δόλο πράττει αυτός που "θέλει" την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και εκείνος που δεν επιδιώκει μεν αυτό, προβλέπει όμως ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξεώς του και, παρά ταύτα, δεν αφίσταται αυτής. Αντίθετα, με ενδεχόμενο δόλο πράττει εκείνος που προβλέπει το εγκληματικό αποτέλεσμα ως δυνατή συνέπεια της πράξεώς του και το "αποδέχεται". Ειδικότερα, από τη διατύπωση της §1 εδ. α’ του άρθρου 1 του ν.3869/2010, προκύπτει ότι το στοιχείο του δόλου αναφέρεται στην "περιέλευση" του οφειλέτη σε κατάσταση μόνιμης αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, το στοιχείο του δόλου δύναται να συντρέχει τόσο κατά το χρόνο αναλήψεως της οφειλής, όσο και σε χρόνο μετά την ανάληψη της τελευταίας. Ο δόλος πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά τον ίδιο τρόπο είτε είναι αρχικός είτε είναι μεταγενέστερος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι το περιεχόμενο του δόλου και όχι ο χρόνος που αυτός εκδηλώθηκε. Στην περίπτωση της §1 του άρθρου 1 του ν.3869/2010 ο οφειλέτης ενεργεί δολίως όταν με τις πράξεις ή παραλείψεις του επιδιώκει την αδυναμία των πληρωμών του ή προβλέπει ότι οδηγείται σε αδυναμία πληρωμών και δεν αλλάζει συμπεριφορά αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό. Ειδικότερα πρόκειται για τον οφειλέτη εκείνο ο οποίος καρπούται οφέλη από την υπερχρέωσή του με την απόκτηση κινητών ή ακινήτων, πλην όμως είτε γνώριζε κατά την ανάληψη των χρεών ότι είναι αμφίβολη η εξυπηρέτησή τους είτε από δική του υπαιτιότητα βρέθηκε μεταγενέστερα σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών. Επομένως, η συνεπεία του δόλου μόνιμη αδυναμία του οφειλέτη δεν είναι αναγκαίο να εμφανισθεί μετά την ανάληψη του χρέους, αλλά μπορεί να υπάρχει και κατά την ανάληψη αυτού, όταν δηλαδή ο οφειλέτης ήδη από την αρχή αναλαμβάνοντας το χρέος γνωρίζει ότι ενόψει των εισοδημάτων του και των εν γένει αναγκών του δεν μπορεί να το εξυπηρετήσει. Περίπτωση ενδεχομένου δόλου συντρέχει όταν ο οφειλέτης συμφωνεί με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων προβλέποντας ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Αξίωση πρόσθετων στοιχείων για τη συγκρότηση του δόλου στο πρόσωπο του οφειλέτη κατά την ανάληψη του χρέους, όπως είναι η εξαπάτηση των υπαλλήλων του πιστωτικού ιδρύματος όπως επίσης και η παράλειψη του πιστωτικού ιδρύματος να προβεί στις αναγκαίες έρευνες της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειολήπτη δεν ανταποκρίνεται στο πνεύμα του νόμου (ΑΠ 153/2017, ΑΠ 286/2017). Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων συνάγεται ότι για να είναι ορισμένη και επομένως παραδεκτή, κατά το άρθρο 262 ΚΠολΔ, η ένσταση της πιστώτριας Τράπεζας ότι ο οφειλέτης περιήλθε σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων των προς αυτήν χρηματικών οφειλών από ενδεχόμενο δόλο, με την έννοια ότι συμφώνησε με ικανό αριθμό πιστωτικών ιδρυμάτων την απόλαυση μεγάλου αριθμού τραπεζικών προϊόντων, παρότι πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του, με βάση τις υφιστάμενες ή ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, σε συνδυασμό με το ύψος των οφειλών του, θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό, πρέπει να αναφέρει: α) τα τραπεζικά προϊόντα που ο οφειλέτης συμφώνησε, το αρχικό και τελικό ύψος αυτών, β) το χρόνο που τα συμφώνησε, γ) τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες, καθώς και δ) ότι, με βάση τα ως άνω οικονομικά δεδομένα, πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό (ΑΠ 515/2018).

       Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 του ν.3869/2010, ως ισχύει μετά την αντικατάσταση του πρώτου εδαφίου της §2 από τη διάταξη του άρθρου 16 του ν.4161/2013 (ΦΕΚ Α’ 143/14.6.2013) και πριν την εκ νέου αντικατάστασή της από την §17 του άρθρου 1 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ν.4336/2015 (ΦΕΚ Α’ 94/14.8.2015), η οποία καταλαμβάνει, σύμφωνα με την §5 του άρθρου 2 της υποπαρ. Α.4 του άρθρου 2 του ιδίου ως άνω νόμου, μόνο τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού κατά τα ήδη εκτεθέντα, «1. Αν το σχέδιο δεν γίνεται δεκτό από τους πιστωτές, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του προηγούμενου άρθρου ή αν εκδηλώθηκαν αντιρρήσεις κατά του σχεδίου διευθέτησης των οφειλών και δεν υποκαθίστανται αυτές σύμφωνα με τα οριζόμενα στο προηγούμενο άρθρο, το δικαστήριο ελέγχει την ύπαρξη των αμφισβητούμενων απαιτήσεων και την πλήρωση των προϋποθέσεων του άρθρου 1 για τη ρύθμιση των οφειλών και απαλλαγή του οφειλέτη ... 2. Αν τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη δεν είναι επαρκή, το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα πάσης φύσεως εισοδήματά του, ιδίως εκείνα από την προσωπική του εργασία, τη δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου, και σταθμίζοντας αυτά με τις βιοτικές ανάγκες του ίδιου και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, τον υποχρεώνει να καταβάλλει μηνιαίως και για χρονικό διάστημα τριών έως πέντε ετών κατά την κρίση του, ορισμένο ποσό για ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών του, συμμέτρως διανεμόμενο. Με την απόφαση μπορεί να οριστεί ότι το ποσό αυτό αναπροσαρμόζεται ανά διαστήματα που ορίζονται σε αυτή με βάση αντικειμενικό δείκτη αναφοράς. Η καταβολή του ποσού γίνεται απευθείας στους πιστωτές, εκτός αν ορίζει διαφορετικά το δικαστήριο ... 5. Σε περιπτώσεις που εξαιτίας εξαιρετικών περιστάσεων, όπως χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, σοβαρά προβλήματα υγείας, ανεπαρκές εισόδημα για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του οφειλέτη ή άλλων λόγων ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας, προσδιορίζονται με την απόφαση μηνιαίες καταβολές μικρού ύψους ή και μηδενικές, το δικαστήριο μπορεί με την ίδια απόφαση να ορίσει, όχι νωρίτερα από πέντε μήνες, νέα δικάσιμο για επαναπροσδιορισμό των μηνιαίων καταβολών», Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και τις λοιπές διατάξεις του ν.3869/2010, οι οποίες θεσμοθετούν τη δυνατότητα του φυσικού προσώπου να απαλλάσσεται από τα χρέη του, όταν δεν έχει ρευστοποιήσιμα περιουσιακά στοιχεία, ούτε επαρκούν τα τρέχοντα και προσδοκώμενα εισοδήματά του για την εξυπηρέτησή τους, ώστε να συνδυάζεται η μεγαλύτερη δυνατή ικανοποίηση των πιστωτών με την ανάκτηση της οικονομικής ελευθερίας του οφειλέτη και τη στοιχειώδη διαφύλαξη της προσωπικής αξιοπρέπειας αυτού και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, προκύπτει ότι εφόσον αποδειχθεί η μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση του οφειλέτη σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, η εξόφληση των χρηματικών απαιτήσεων των πιστωτών πραγματοποιείται κατά βάση με τις μηνιαίες καταβολές του άρθρου 8§2, επί τρία έως πέντε έτη, που ορίζονται από το δικαστήριο. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται από το ένα μέρος τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή, και ιδίως από την εργασία του, και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβίωσης και από το άλλο μέρος οι βιοτικές ανάγκες (όχι απλώς οι στοιχειώδεις) του οφειλέτη και των προστατευομένων μελών της οικογένειας του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών (ΑΠ 1226/2014). Κατά τη διάταξη δε του άρθρου 9§2 εδάφ. α’ και β’ του ν.3869/2010, όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17§1 ν.4161/2013 και ισχύει, άμεσα και χωρίς εξαιρέσεις, από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (ΦΕΚ 143/Α/14-6-2013), κατ’ άρθρ. 24 αυτού, άρα και στην ερευνώμενη περίπτωση (πριν αντικατασταθεί, στη συνέχεια, με το άρθρο 1§18 της ΥΠΟΠΑΡΑ4 του άρθρου 2 ν.4336/2015 και, ακολούθως, με το άρθρο 14§1 ν.4346/2015, του οποίου η εφαρμογή αρχίζει από 1.1.2016 και δεν καταλαμβάνει εκκρεμείς υποθέσεις, καθώς και αιτήσεις που έχουν κατατεθεί έως και 31.12.2015, κατά τη μεταβατική διάταξη του άρθρ. 14§11 αυτού), "ο οφειλέτης μπορεί να υποβάλει στο δικαστήριο πρόταση εκκαθάρισης, ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, που χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του, εφόσον τούτο δεν υπερβαίνει το προβλεπόμενο από τις ισχύουσες διατάξεις όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση απαιτήσεων των πιστωτών σε συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται μέχρι και στο ογδόντα τοις εκατό (80%) της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας...". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, για να εξαιρεθεί, κατά πρόταση του οφειλέτη, η κύρια κατοικία του από την εκποίηση, πρέπει η κατοικία αυτή να έχει ορισμένα κρίσιμα χαρακτηριστικά και, συγκεκριμένα, θα πρέπει η αντικειμενική αξία της να μην υπερβαίνει το όριο αφορολόγητης απόκτησης πρώτης κατοικίας που προβλέπεται από τις διατάξεις που ισχύουν, προσαυξημένο κατά 50%. Με βάση αυτά, ο οφειλέτης θα καταβάλλει σε δόσεις συνολικό ποσό που μπορεί να ανέρχεται, κατά το δίκαιο που ισχύει στην ερευνώμενη περίπτωση, μέχρι και το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, σύμφωνα με τη ρύθμιση του άρθρου 9§2 του ν.3869/2010, μετά την πιο πάνω τροποποίησή του με το ν.4161/2013, που ορίζει ρητά για καταβολές που ορίζονται μέχρι και στο 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου, ενώ, υπό την αρχική της διατύπωση, η διάταξη του άρθρου τούτου (9§2 εδάφ. β’ ν.3869/2010) προέβλεπε ότι "το δικαστήριο ρυθμίζει την ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών μέχρι συνολικό ποσό που ανέρχεται στο ογδόντα πέντε τοις εκατό της εμπορικής αξίας του ακινήτου της κύριας κατοικίας, όπως αυτή αποτιμάται από το δικαστήριο". Με την ανωτέρω τροποποίηση του ν.4161/2013 ορίστηκε ως βάση αναφοράς η αντικειμενική αξία του ακινήτου αντί της εμπορικής αξίας, που προβλεπόταν στην αρχική διατύπωση του ν.3869/2010. Ο νομοθέτης προτίμησε την αντικειμενική αξία του ακινήτου αντί της εμπορικής διότι είναι ευχερέστερο και ασφαλέστερο τόσο για το Δικαστήριο όσο και τους διαδίκους να βασιστούν στην αντικειμενική και σε όλους εκ των προτέρων γνωστή εκτίμηση της αρμόδιας ΔΟΥ για την αξία του ακινήτου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 24 ν.4161/2013, οι τροποποιήσεις που αυτός επέφερε ισχύουν άμεσα από τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ (14.6.2013), εκτός εκείνων για τις οποίες ορίζεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 19 διαφορετικά. Συνεπώς, η ως άνω τροποποίηση εφαρμόζεται και επί των αιτήσεων που ήταν εκκρεμείς την 14.6.2013 που άρχισε να ισχύει η ως άνω τροποποίηση και επομένως επ' αυτών το ύψος αποπληρωμής των δόσεων και η διάρκεια των καταβολών προσδιορίζεται με βάση την αντικειμενική και όχι την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας (ΑΠ 587/2017, ΑΠ 633/2018).

       Από την επανεκτίμηση της ανωμοτί καταθέσεως του αιτούντος, η οποία (κατάθεση) περιέχεται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, απ' όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι προσκομίζουν νομίμως μετ’ επικλήσεως, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρ. 336§4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο αιτών έχει γεννηθεί την 3/3/1972. Ήταν παντρεμένος από το 1998 έως το 2011 με την ….. και από τον γάμο του με την τελευταία έχει αποκτήσει δύο τέκνα: την ήδη ενήλικη (γεννηθείσα την 26.2.2001) ….. και τον γεννηθέντα την 10.2.2005 ……. Ήδη από το 2009 είχε διασπαστεί η έγγαμη συμβίωση του αιτούντος με την ……… και με το από 23.10.2009 ιδιωτικό συμφωνητικό είχαν συμφωνήσει να έχει την επιμέλεια των παιδιών η μητέρα τους και ο αιτών να της καταβάλλει το ποσό των 500 € μηνιαίως, ως συνεισφορά στη διατροφή τους. Το 2013 ο αιτών ξαναπαντρεύτηκε, με την ……… (πρώην ……….), με την οποία την 20.1.2014 απέκτησε ένα κοριτσάκι. Ο αιτών είναι υπάλληλος (τεχνικός) του ΟΤΕ και λάμβανε κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης το ποσό των 1.424,32 €, εκ των οποίων το ποσό των 140,21 € παρακρατείτο από το 4° καθ’ ου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «……….», δυνάμει εκχώρησης προς εξυπηρέτηση χορηγηθέντος από το καθ’ ου επισκευαστικού δανείου. Η σύζυγος του αιτούντος τυγχάνει άνεργη από τη γέννηση του τέκνου της και μετά. Ο αιτών, μαζί με τη σύζυγό του και το ανήλικο τέκνο τους, κατοικούν σε μονοκατοικία στο ………. του νομού Λακωνίας, αποκλειστικής κυριότητας του αιτούντος. Πρόκειται για κατοικία 67,32τ.μ. με 2 υ/δ και υπόγεια αποθήκη 59,82τ.μ., κατασκευής 1986, κτισμένη σε επικλινές βραχώδες οικόπεδο, με θέα τον κόλπο του …., πάνω στην εθνική οδό ………., αντικειμενικής αξίας 17.236,80 € (βλ. την έκθεση εκτίμησης οικίας μετά οικοπέδου ιδιοκτησίας της εταιρίας ……… και το εκκαθαριστικό ΕΤΑΚ του 2009). Επιπλέον, ο αιτών είναι ιδιοκτήτης ενός αγροτεμαχίου, επιφάνειας 2.537τ.μ. μη αρδευόμενης, στο ………… του νομού Λακωνίας, θέση «……..» (βλ. δηλώσεις Ε9 2007 και 2014) και ενός IX αυτοκίνητο μάρκας HONDA τύπου CIVIC L.X. 1.340c.c., κυκλοφορίας 2006 (βλ. άδεια κυκλοφορίας). Η εκκαλούσα επαναφέρει με την έφεσή της την προταθείσα πρωτοδίκως ένσταση περί ανειλικρινούς δήλωσης του αιτούντος. Σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 10§1 εδάφ. α' και β' του ν.3869/2010, ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να υποβάλει ειλικρινή δήλωση για τα περιουσιακά στοιχεία και εισοδήματά του, τόσο κατά την διαδικασία που αρχίζει με την υποβολή της αιτήσεως της §1 του άρθρου 4 όσο και κατά την περίοδο ρύθμισης των οφειλών. Η παράβαση των υποχρεώσεων αυτών, εφόσον έγινε από δόλο ή βαριά αμέλεια, έχει ως συνέπεια, με την επιφύλαξη τυχόν ποινικής ευθύνης, την απόρριψη του αιτήματος για ρύθμιση οφειλών με απαλλαγή σύμφωνα με το άρθρο 8 ή την έκπτωση από την ρύθμιση οφειλών και την απαλλαγή που έχει ήδη αποφασιστεί και μέχρι 2 έτη μετά την επέλευσή της, ενώ νέα αίτηση μπορεί να υποβληθεί μετά την πάροδο 2 ετών από την τελεσίδικη απόρριψη της προηγούμενης αιτήσεως ή την τελεσιδικία της αποφάσεως για την έκπτωση. Την παράβαση αυτή μπορεί να επικαλεστεί οποιοσδήποτε πιστωτής μέσα σε ένα έτος από τη στιγμή που πληροφορήθηκε τη διάσταση της πραγματικής καταστάσεως του οφειλέτη σε σχέση με εκείνη που δηλώθηκε. Μολονότι ο νόμος κάνει λόγο για "αίτηση” του πιστωτή, είναι δεδομένο ότι, αν βρίσκεται σε εκκρεμότητα η αίτηση του άρθρου 4, ο ισχυρισμός αυτός μπορεί να προβληθεί κατ' ένσταση μέχρι την περάτωση της συζητήσεως ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου (άρθρο 745 ΚΠολΔ). Ειδικότερα, παραβίαση του καθήκοντος ειλικρίνειας υπάρχει αν ο οφειλέτης, από δόλο ή βαριά αμέλεια, αποκρύπτει εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή και αν προέρχονται ή περιουσιακά στοιχεία, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να εμφανίζεται μειωμένων οικονομικών δυνατοτήτων και έτσι να πετύχει παράνομα μειωμένη ικανοποίηση των πιστωτών του, εκτός βέβαια αν η παράλειψη αυτή είναι εντελώς ασήμαντη και επουσιώδης (ΑΠ 1206/2018). Η προβολή τέτοιας αίτησης ή ένστασης του πιστωτή πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή να αναφέρεται ποια συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία παρέλειψε ο αιτών οφειλέτης να διαλάβει στην αίτησή του (βλ. ΜΠρ Χανιών 236/2017, ΜονΠρωτΣύρου 110/2015, Αθ. Κρητικό, ό.π., υπό άρθρο 4, αριθ. 205 και 207, σελ. 182-183). Εν προκειμένω, η εκκαλούσα επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της ανειλικρινούς δήλωσης του οφειλέτη, επικαλούμενη ότι ο αιτών-εφεσίβλητος έχει σκόπιμα παραβεί την υποχρέωσή του να υποβάλει ειλικρινή δήλωση σε σχέση με τα εισοδήματα του, τα εισοδήματα της συζύγου του, τα μηνιαία έξοδά του και την αντικειμενική αξία της κατοικίας του, καθώς, ενώ, με βάση τα όσα εκτίθενται στην αίτηση, τα έξοδα του αιτούντος υπερβαίνουν τα έσοδά του, ο τελευταίος προτείνει ρύθμιση των οφειλών του με καταβολή του ποσού των 200 € μηνιαίως και του ποσού των 336,45 € μηνιαίως για τη διάσωση της κύριας κατοικίας του. Με το περιεχόμενο αυτό η ένσταση της ανειλικρινούς δήλωσης που επικαλείται η εκκαλούσα, θα πρέπει να απορριφθεί πρωτίστως ως αόριστη, αφού δεν αναφέρει ποια συγκεκριμένα εισοδήματα ή περιουσιακά στοιχεία αποκρύπτει ο αιτών, σε κάθε δε περίπτωση δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών και ήδη εφεσίβλητος διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία ή εισοδήματα πέραν αυτών που προαναφέρθηκαν και περιλαμβάνονταν στην αίτησή του, ή ότι δήλωσε ανακριβώς την αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του.

       Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο αιτών, σε χρόνο προγενέστερο του έτους από την κατάθεση της ένδικης αίτησης, είχε αναλάβει τα παρακάτω χρέη: 1. στην πρώτη καθ’ ης η αίτηση και ήδη εκκαλούσα, όφειλε κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης το συνολικό ποσό των 163.619,64 €, από δύο στεγαστικά δάνεια και ένα προσωπικό - κατοικίας δάνειο που του χορήγησε η ανώνυμη τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……..» (καθολική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η εκκαλούσα) το έτος 2007, τα οποία είναι εμπραγμάτως εξασφαλισμένα με προσημειώσεις υποθήκης α΄, β’, και γ' τάξης επί της κύριας κατοικίας του αιτούντος και ειδικότερα, α) από το με αρ. ……. στεγαστικό δάνειο, ποσό 47.827,74 €, β) από το με αρ. ……… στεγαστικό δάνειο, ποσό 96.341,83 € και γ) από το με αρ. ……….. προσωπικό-κατοικίας δάνειο, ποσό 19.450,07 €, 2. στην 2η καθ’ ης η αίτηση «…….» οφείλει το συνολικό ποσό των 30.392,72 € από δύο πιστωτικές κάρτες και δύο καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα, α) από τη με αρ. ………. πιστωτική κάρτα (ημερ. χορ.2002), ποσό 3.542,94 €, β) από το με αρ. …….. καταναλωτικό δάνειο (ημερ.χορ.2001), ποσό 9.767,10 €, γ) από το με αρ. …….. καταναλωτικό δάνειο (ημερ.χορ. 1996), ποσό 9.967,76 € και δ) από τη με αρ. ……. πιστωτική κάρτα (ημερ. χορ.2004), ποσό 7.114,92 €, 3. στην 3η καθ’ ης η αίτηση, «………», οφείλει το ποσό των 18.466,41 € από το με αρ. …….. τοκοχρεωλυτικό δάνειο που του χορήγησε η Κυπριακή Δημόσια Εταιρία Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «………..», ειδική διάδοχος της οποίας τυγχάνει η τρίτη καθ’ ης και 4. στο 4° καθ’ ου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «………..», οφείλει το ποσό των 19.497,10 € από το με αρ. ………. δάνειο μικροεπισκευών (ημερ.χορηγ.2011). Τα στεγαστικά δάνεια που έλαβε ο αιτών το έτος 2007 από το «……….» και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής του, λήφθηκαν για την αγορά και επισκευή της κύριας κατοικίας του. Κατά το χρόνο σύναψης των στεγαστικών δανείων, το καθαρό εισόδημα του αιτούντος από την εργασία του στον ΟΤΕ ανερχόταν τουλάχιστον στο ποσό των 2.600 με 2800 € μηνιαίως, όπως προκύπτει από τα εκκαθαριστικά σημειώματα εκείνης της περιόδου που προσκόμισε ο αιτών. Ειδικότερα, με βάση τα προσκομισθέντα πρωτοδίκως και ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου εκκαθαριστικά σημειώματα, τα ετήσια έσοδα του αιτούντος από την εργασία του στον ΟΤΕ ανήλθαν το έτος 2008 στο ποσό των 31.813,39 €, το έτος 2009 στο ποσό των 34.559,71 € και το έτος 2010 στο ποσό των 34.205,25 €. Ωστόσο, από το έτος 2011 και μετά, ο μισθός του αιτούντος υπέστη περικοπές με αποτέλεσμα να ανέλθει για το έτος 2010 (βλ. εκκαθαριστικό 2012) στο ποσό των 28.562,35 €. Επιπλέον από τον Μάρτιο του 2011, ο αιτών διαγνώσθηκε με σοβαρά προβλήματα υγείας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από με ημερ. …./2011 εξιτήριο του Γενικού Νοσοκομείου ….. «………», ο αιτών νοσηλεύθηκε από 24/3/2011 στην καρδιολογική κλινική με διάγνωση: «πρωτοδιαγνωσθείσα καρδιακή ανεπάρκεια, αρτηριακή υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη και νεφρική ανεπάρκεια». Εξήλθε σε στάσιμη κατάσταση, με οδηγίες για λήψη φαρμακευτικής αγωγής και για συχνή παρακολούθηση από καρδιολόγο και διαβητολόγο και για συχνό έλεγχο της νεφρικής του λειτουργίας. Λόγω δε της προκληθείσας διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας με συνοδό αιμορραγία στον αριστερό οφθαλμό, του συνεστήθη χειρουργική επέμβαση στα μάτια, την οποία πραγματοποίησε τον Αύγουστο του 2011. Το 2013, μετά από αξιολόγηση από την πρωτοβάθμια επιτροπή του ΚΕΠΑ, αναγνωρίστηκε στον αιτούντα συνολικό ποσοστό αναπηρίας 85%, κατά ιατρική πρόβλεψη από 10.7.2013 έως 31.7.2016, λόγω διατατικής μυοκαρδιοπάθειας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου I υπό ινσουλινοθεραπεία, διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, Η πορεία δε των εισοδημάτων του από το έτος 2011 και μετά ήταν καθοδική. Κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης (2012) ο μηνιαίος μισθός του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό των 1.381,92 €, εκ των οποίων το ποσό των 231,92 € παρακρατείτο από το 4° καθ' ου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «……….» (βλ. εκκαθαριστικά μισθοδοσίας για Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο 2011), Κατά το χρόνο δε συζήτησης της αίτησης (2015), ο μηνιαίος μισθός του αιτούντος ανερχόταν στο ποσό των 1.424,32 €, εκ των οποίων το ποσό των 140,21 € παρακρατείτο από το 4° καθ’ ου, ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «………» (βλ. εκκαθαριστικά μισθοδοσίας για Αύγουστο, Σεπτέμβριο 2014). Στο μεταξύ από το έτος 2013 παντρεύτηκε την …….. και τον Ιανουάριο του 2014 απέκτησε μαζί της ένα κοριτσάκι. Από την παράθεση των ως άνω δεδομένων, προκύπτει ότι το εισόδημα του αιτούντος (1.424 € κατά το χρόνο συζήτησης της αίτησης), με το οποίο συντηρείτο αυτός, η σύζυγός του και το ανήλικο τέκνο τους και εκ του οποίου κατέβαλε και διατροφή για τα τέκνα του από τον πρώτο γάμο του, δεν του επέτρεπε να ανταποκριθεί στις δανειακές του υποχρεώσεις προς τους καθ' ων πιστωτές, για την εξυπηρέτηση των οποίων η ενήμερη μηνιαία δόση πριν την υποβολή της αίτησης και την καταγγελία των δανείων ανερχόταν, σύμφωνα με την κατάθεση του αιτούντος στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, στο ποσό των 1.000 €. Περιήλθε επομένως σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, καθώς αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του λόγω έλλειψης ρευστότητας, δηλαδή έλλειψης όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του. Η αδυναμία του είναι γενική, καθώς με το μηνιαίο οικογενειακό εισόδημά του ο αιτών αδυνατεί να καλύψει το σύνολο των δανειακών του υποχρεώσεων και των λοιπών δαπανών για την κάλυψη των βιοτικών αναγκών της οικογένειάς του. Περαιτέρω, η αδυναμία του είναι και μόνιμη, επειδή δεν αναμένεται αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος κατά το προσεχές μέλλον, ενόψει της ηλικίας και της κατάστασης της υγείας του αιτούντος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο αιτών έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τα ληξιπρόθεσμα χρέη του προς την καθ’ ης, ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και ως εκ τούτου ο σχετικός με το ως άνω κεφάλαιο λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

       Με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να κάνει δεκτή την προταθείσα πρωτοδίκως ένστασή της περί υπάρξεως δολιότητας στο πρόσωπο του αιτούντος, εκθέτοντας, ότι στην κρινόμενη υπόθεση είναι τέτοια η απόκλιση μεταξύ των εισοδημάτων του αντιδίκου, τα οποία το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αξιολογεί στο ποσό των 1.424 € μηνιαίως, και του ύψους των οφειλών του, που η ύπαρξη του δόλου για τον εφεσίβλητο προβάλλει ως αυτονόητη και αποδεδειγμένη, δεδομένου ότι η συνολική μηναία δόση ξεπερνά τις 2.500 €. Επιπλέον εκθέτει ότι ο ίδιος ο αιτών ομολογεί στο δικόγραφο της αίτησης ότι κατέφυγε στο δανεισμό επειδή αδυνατούσε να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις («...με ανάγκασαν σταδιακά να καταφύγω, σε δυσαναλογία από όσο επέτρεπε η οικονομική μου κατάσταση, στον τραπεζικό δανεισμό...», «...λόγω των αυξημένων οικονομικών υποχρεώσεών μου, αδυνατούσα και αδυνατώ να ανταποκριθώ στις τρέχουσες δανειακές μου υποχρεώσεις...»). Με το περιεχόμενο αυτό, η ως άνω ένσταση είναι πρωτίστως αόριστη, καθόσον δεν προτείνονται, έστω και συνοπτικά, τα γεγονότα που θεμελιώνουν τη στηριζόμενη στη διάταξη του αρθ. 1§1 εδ. α’ του ν.3869/2010 ένσταση της δολιότητας, καίτοι βαρύνονται με την προβολή και απόδειξή τους οι πιστωτές. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα προπαρατιθέμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, η εκκαλούσα, που είχε κατά το νόμο το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως του δόλου του οφειλέτη, παραλείπει να αναφέρει το αρχικό και τελικό ύψος των τραπεζικών προϊόντων που ο οφειλέτης συμφώνησε να λάβει, το χρόνο που τα συμφώνησε και κυρίως τις οικονομικές δυνατότητες αυτού κατά το χρόνο δημιουργίας των οφειλών (ή τις ευλόγως αναμενόμενες μελλοντικές οικονομικές του δυνατότητες), ώστε με βάση τα δεδομένα αυτά να καταστεί δυνατόν να κριθεί αν πρόβλεπε ως ενδεχόμενο ότι ο υπερδανεισμός του θα τον οδηγούσε σε κατάσταση αδυναμίας πληρωμών και παρά ταύτα αποδέχθηκε το αποτέλεσμα αυτό. Μόνη η επίκληση από την εκκαλούσα πιστώτρια τράπεζα της εκ μέρους του οφειλέτη - πρώτου εφεσιβλήτου ανάληψης υπέρμετρων οικονομικών υποχρεώσεων, έστω και αποδεχόμενος το ενδεχόμενο της αδυναμίας του να αποπληρώσει αυτές, δεν αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού της ένστασης περί δόλου, αλλά απαιτείται να αναφέρονται τα ως άνω γεγονότα, που στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν μνημονεύονται (ΑΠ 515/2018). Εφόσον λοιπόν η ως άνω ένσταση είναι αόριστη, έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε σιωπηρά την ένσταση περί δόλιας περιέλευσης του αιτούντος σε αδυναμία πληρωμών, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.

       Με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα υποστηρίζει επιπλέον ότι έσφαλλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο καθώς όφειλε να κάνει δεκτή την προταθείσα πρωτοδίκως ένστασή της περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του αιτούντος για υπαγωγή του στις διατάξεις του ν.3869/2010, εκθέτοντας ότι το δικαίωμα του αιτούντος υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη καθώς επίσης και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, διότι, ενώ ανέλαβε υποχρεώσεις από δάνεια και χρησιμοποίησε τα χορηγηθέντα ποσά για τους σκοπούς του, αιτείται σήμερα, με μια απλή επίκληση αδυναμίας εξόφλησης, τη διαγραφή στην πραγματικότητα των οφειλών του. Ο ισχυρισμός αυτός, που τείνει να θεμελιωθεί στη διάταξη του 281 ΑΚ, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της άσκησης της ένδικης αίτησης, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι η απαγόρευση της άσκησης του δικαιώματος, που ορίζει το άρθρο 281 ΑΚ, με τους όρους που αυτό προβλέπει, είναι παραδεκτή μόνο για δικαίωμα το οποίο απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού νόμου και δε νοείται καταχρηστική άσκηση καθαρώς διαδικαστικών πράξεων (ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔικ 40.1717, ΑΠ 980/1997 ΝοΒ 1998.960). Στις διαδικαστικές πράξεις, όπως η έγερση αγωγής ή η υποβολή αίτησης ενώπιον δικαστηρίου, προσήκει η ρύθμιση του άρθρου 116 ΚΠολΔ, η παράβαση της οποίας δεν επάγεται ευθέως απαράδεκτο, παρά μόνο αν συντρέχει έλλειψη εννόμου συμφέροντος (ΑΠ 1142/2006, ΑΠ 1006/1999, ΑΠ 116/1997, ΕφΔωδεκ 81/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), το οποίο εν προκειμένω υφίσταται. Άλλωστε, έλλειψη εννόμου συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο οφειλέτης αποφασίζει, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο, να ρυθμίσει τις οφειλές του με ευεργετικό γι’ αυτόν τρόπο, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) μόνο αυτός μπορεί να αποφασίζει. Κατά το μέρος, δε, που αφορά στο ασκούμενο διά της αιτήσεως δικαίωμά του, ο ως άνω ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι ακόμη και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά,-δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος κατά το άρθρο 281 ΑΚ, εφόσον δε γίνεται επίκληση προηγούμενης της άσκησης της ένδικης αίτησης συμπεριφοράς του αιτούντος που να δημιούργησε στους πιστωτές την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, την οποία μεταβάλλοντας εκ των υστέρων, επιχειρεί να ανατρέψει μια κατάσταση που έχει παγιωθεί, με αποτέλεσμα να επέρχονται δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντά τους (όπως οι σχετικές προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης καταχρηστικής άσκησης αποδυναμωμένου δικαιώματος παρατίθενται στη σχετική νομολογία, βλ. ΟλΑΠ 8/2001, ΟλΑΠ 7/ 2002, ΟλΑΠ 33/2005, ΑΠ 613/2008, ΑΠ 701/2009, ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου η επιδίωξη ρύθμισης για το φυσικό πρόσωπο των χρεών του με απαλλαγή από αυτά και παράλληλη ανάληψη υποχρεώσεων έναντι του πιστωτή, βρίσκει νομιμοποίηση ευθέως στο ν.3869/2010 και στο ίδιο το κράτος δικαίου, που επιτάσσει να μην εγκαταλειφθεί ο πολίτης σε μία χωρίς διέξοδο και προοπτική κατάσταση, από την οποία, άλλωστε, και οι πιστωτές δεν μπορούν να αντλήσουν κανένα κέρδος. Σε κάθε περίπτωση, η υπαγωγή ή όχι στις διατάξεις τού ως άνω νόμου εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου και η αίτηση θα γίνει δεκτή μόνο με τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων του του νόμου (ΜονΠρΝαυπλίου 694/2016, ΜονΠρΛαμίας 65/2016, ΜονΠρΧανίων 230/2017). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που, έστω και σιωπηρά, απέρριψε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, απορριπτομένου του σχετικού λόγου έφεσης ως ουσιαστικά αβάσιμου.

       Ακολούθως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προέβη σε δικαστική ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, που ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 231.975,87 €, ως εξής : α) όρισε μηδενικές καταβολές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8§5 ν.3869/2010 (χωρίς προσδιορισμό χρονικού διαστήματος αυτών) και β) όρισε να καταβάλει ο αιτών, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9§2 ν.3869/2010, το ποσό των 13.789,44 € σε 240 μηνιαίες δόσεις (20 έτη), ύψους 57,45 € εκάστη, της πρώτης δόσης καταβλητέας τον Ιανουάριο του 2016, εξαιρώντας από την εκποίηση την κύρια κατοικία του αιτούντος. Η εκκαλούσα βάλλει κατά του περιεχομένου ρύθμισης των χρεών, διατεινόμενη ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 8§5 του ν.3869/2010 και ο αιτών θα μπορούσε να προβεί σε καταβολές στα πλαίσια του άρθρου 8§2, ότι έπρεπε να διαταχθεί η εκποίηση των υπολοίπων (πλην της κύριας κατοικίας του αιτούντος) περιουσιακών στοιχείων του αιτούντος και ότι για την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, έπρεπε να επιβληθεί στον αιτούντα να καταβάλλει ποσό ίσο με το 85% της εμπορικής αξίας του ακινήτου και όχι ίσο με το 80% της αντικειμενικής του αξίας, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9§2 του ν.3869/2010 ως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το με το άρθρο 17 του ν.4161/2013, το οποίο τυγχάνει αντισυνταγματικό διότι έρχεται σε αντίθεση με τα συνταγματικά δικαιώματα της ιδιοκτησίας και της οικονομικής ελευθερίας καθώς και με την κατά το Σύνταγμα απαγόρευση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος. Ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι, με την ως άνω ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, παραβιάστηκε η από το Σύνταγμα επιβαλλόμενη αρχή της αναλογικότητας. Όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας, περίπτωση καθορισμού μηδενικών καταβολών για τον οφειλέτη, κατά το άρθρο 8§5 του ν.3869/2010, συντρέχει εφόσον πληρούνται οι τιθέμενοι στην ίδια διάταξη όροι, δηλαδή η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, αναφορικά με τις οποίες ενδεικτικά αναφέρονται η χρόνια ανεργία χωρίς υπαιτιότητα του οφειλέτη, τα σοβαρά προβλήματα υγείας αυτού, το ανεπαρκές εισόδημά του για την κάλυψη στοιχειωδών βιοτικών αναγκών του, αλλά και εν γένει άλλοι λόγοι ίδιας τουλάχιστον βαρύτητας. Εν προκειμένω, από τις εξαιρετικές περιπτώσεις που προβλέπει ο νόμος συντρέχει αυτή των σοβαρών προβλημάτων υγείας στο πρόσωπο του αιτούντος. Ειδικότερα, όπως προαναφέρθηκε, το 2013, μετά από αξιολόγηση από την πρωτοβάθμια επιτροπή του ΚΕΠΑ, αναγνωρίστηκε στον αιτούντα συνολικό ποσοστό αναπηρίας 85% λόγω διατατικής μυοκαρδιοπάθειας, σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι υπό ινσουλινοθεραπεία, διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας και χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας. Ήδη με την από 29.9.2016 γνωστοποίηση αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας του ΙΚΑ, έχει αναγνωριστεί για τον αιτούντα συνολικό ποσοστό αναπηρίας 95% εφ όρου ζωής, λόγω χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας τελικού σταδίου υπό αιμοκάθαρση τρεις φορές εβδομαδιαίως, σακχαρώδους διαβήτη τύπου Ι υπό ινσουλινοθεραπεία και διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας. Με βάση τα ανωτέρω το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που όρισε μηδενικές καταβολές, εφαρμόζοντας τη διάταξη του άρθρου 8§5 ν.3869/2010, δεν έσφαλλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα με τον σχετικό λόγο της έφεσής της.

       Ως προς τα περιουσιακά στοιχεία της ρευστοποιήσιμης (πλην της κύριας κατοικίας) περιουσίας του αιτούντος, πέραν από το γεγονός ότι ο ως άνω λόγος έφεσης όλως αορίστως προβάλλεται, καθώς ουδόλως αναφέρεται σε αυτόν ποια η εκτιμώμενη από την εκκαλούσα αξία ρευστοποίησης των ως άνω αναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων και σε ποιο μέγεθος η εκποίηση αυτών θα ικανοποιούσε την απαίτησή της, είναι και αβάσιμος στην ουσία του. Τούτο διότι τα ως άνω περιγραφόμενα και στην παρούσα απόφαση έτερα - πλην της κυρίας κατοικίας - περιουσιακά στοιχεία του εφεσίβλητου, ήτοι ένα αγροτεμάχιο, επιφάνειας 2.537τ.μ. μη αρδευόμενης, στο ….. του νομού Λακωνίας, θέση «…..» και ένα IX αυτοκίνητο μάρκας HONDA τύπου CIVIC L.X. 1.340c.c. κυκλοφορίας 2006, δεν αναμένεται να προκαλέσουν το ενδιαφέρον υποψηφίων αγοραστών, λόγω της έκτασης, της φύσης και της θέσης του αγροτεμαχίου και της παλαιότητας του οχήματος. Επομένως, αφού ληφθούν υπόψη και τα έξοδα της διαδικασίας εκποίησης, δεν κρίνεται ότι το τίμημα που τελικώς θα εισπραχθεί από αυτήν, ενόψει και των γνωστών οικονομικών συνθήκων της αγοράς, θα αποτελέσει ποσό ικανό για την εξόφληση ικανού μέρους των χρεών του εφεσίβλητου. Επομένως, το Δικαστήριο προκρίνει ως συμφέρουσα τη διατήρηση των ως άνω περιουσιακών στοιχείων από τον οφειλέτη -εφεσίβλητο, καθόσον ωφελεί αυτόν και την οικογένειά του περισσότερο, σε σύγκριση με το όφελος της πιστώτριας τράπεζας και τη ζημία του οφειλέτη σε περίπτωση που τα στερηθεί τελικά αυτός, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην αρχή της παρούσας. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, πέραν από την κύρια κατοικία, εξαίρεσε της εκποίησης και τα ανωτέρω περιουσιακά στοιχεία του αιτούντος, ορθώς εκτίμησε το προσκομιζόμενο ενώπιον του αποδεικτικό υλικό και δεν έσφαλλε και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος.

       Τέλος, ως προς τη ρύθμιση που αφορά την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας του αιτούντος, σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο επέβαλε στον αιτούντα να καταβάλλει ποσό ίσο με το 80% της αντικειμενικής αξίας του ακινήτου και όχι ίσο με το 85% της εμπορικής του αξίας του ακινήτου, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 9§2 του ν.3869/2010 ως ίσχυε μετά την τροποποίησή του με το με το άρθρο 17 του ν.4161/2013. Όπως, προαναφέρθηκε, με την ανωτέρω τροποποίηση του ν.4161/2013 ορίστηκε ως βάση αναφοράς η αντικειμενική αξία του ακινήτου αντί της εμπορικής αξίας, που προβλεπόταν στην αρχική διατύπωση του ν. 3869/2010, διότι ο νομοθέτης προτίμησε την αντικειμενική αξία του ακινήτου αντί της εμπορικής, θεωρώντας ευχερέστερο και ασφαλέστερο τόσο για το Δικαστήριο όσο και τους διαδίκους να βασιστούν στην αντικειμενική και σε όλους εκ των προτέρων γνωστή εκτίμηση της αρμόδιας ΔΟΥ για την αξία του ακινήτου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 24 ν.4161/2013, οι τροποποιήσεις που αυτός επέφερε ισχύουν άμεσα από τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ (14.6.2013), εκτός εκείνων για τις οποίες ορίζεται στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 19 διαφορετικά. Συνεπώς, η ως άνω τροποποίηση εφαρμόζεται και επί των αιτήσεων που ήταν εκκρεμείς την 14.6.2013 (όπως η προκειμένη) οπότε άρχισε να ισχύει η ως άνω τροποποίηση και επομένως επ' αυτών το ύψος αποπληρωμής των δόσεων και η διάρκεια των καταβολών προσδιορίζεται με βάση την αντικειμενική και όχι την εμπορική αξία της πρώτης κατοικίας (ΑΠ 587/2017, ΑΠ 633/2018). Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, εφάρμοσε το άρθρο 9§2 όπως ίσχυε μετά την τροποποίηση με το άρθρο 17 του ν.4161/2013, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν παραβίασε το Σύνταγμα και την αρχή της αναλογικότητας, ο δε σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως ουσιαστικά αβάσιμος, όπως και η έφεση στο σύνολό της.

       Συμπερασματικά, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, ακόμη και με εν μέρει διαφορετική αιτιολογία, έκρινε ορισμένη και νόμω βάσιμη την αίτηση και ακολούθως την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και προέβη σε δικαστική ρύθμιση των χρεών του αιτούντος, ορίζοντας μηδενικές καταβολές κατ’ εφαρμογή του άρθρου 8§5 ν.3869/2010 και επιβάλλοντας στον αιτούντα, στα πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 9§2 ν.3869/2010, να καταβάλει το ποσό των 13.789,44 €, σε 240 μηνιαίες δόσεις (20 έτη), ύψους 57,45 € εκάστη, ορθώς ερμήνευσε το νόμο και εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία και συνεπώς, αφού αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της πρωτοδίκου απόφασης, κατ' άρθρο 534 ΚΠολΔ, θα πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της, ενώ θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παράβολου που κατέθεσε η εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσής της στο δημόσιο ταμείο, κατ' άρθρο 495§4 ΚΠολΔ. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8§6 του ν.3869/2010, η οποία τυγχάνει εφαρμογής και στη δευτεροβάθμια δίκη.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εκκαλούσας και των 3ης και 4ου των εφεσίβλητων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

       ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και

       ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ στην ουσία την έφεση κατά της υπ' αρ. …./2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Καλλιθέας το οποίο δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.

       ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, στην Αθήνα και σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων, στις 11/3/2020.

Πίσω