hero image

ΑΠΟΦΑΣΗ 3236/2022 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ 3236/2022 ΜΟΝΟΜΕΛΟΥΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός απόφασης 3236 /2022

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
(αριθμός κατάθεσης ανακοπής: 8876/4426/2022)

       Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή ……, Πρωτόδικη, την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοίκησης του Πρωτοδικείου, και από το Γραμματέα …….

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 14η Οκτωβρίου 2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: …….. του …….., κατοίκου ……. Αττικής, οδός …… αριθμ. ….., με ΑΦΜ …….., ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του Ναταλίας Παναγιωτοπούλου του Αθανασίου (ΑΜ ΔΣΑ 35188, ΑΦΜ …), που κατέθεσε προτάσεις.

       ΤΗΣ ΚΑΘ’ ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», εδρεύουσας στη …… Αττικής, λεωφόρος …. αριθμ. ….., με ΑΦΜ ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, ενεργούσας εν προκειμένω ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας με την επωνυμία "………", με έδρα στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, ………, νόμιμα εκπροσωπούμενης, στην οποία η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει απαιτήσεις της από δάνεια καiι πιστώσεις, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της ………. (ΑΜ ΔΣΠ ….., ΑΦΜ …..), που κατέθεσε προτάσεις.

       Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η με αριθμό κατάθεσης …../…./2022 ανακοπή του, που προσδιορίσθηκε να συζητηθεί στην αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, ενεγράφη δε στο πινάκιο.

       Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου και κατά τη συζήτησή της, οι πληρεξούσιες δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους,

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Με την κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί να ακυρωθεί, για τους αναφερόμενους στο ένδικο δικόγραφο λόγους, η από 19.09.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου τής με αριθμό ……/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτός επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των €287.163,90, άλλως να ανεχθεί την επί των ευρισκόμενων στον Πειραιά Αττικής ακινήτων του συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε επισπευσθεί, δυνάμει της με αριθμό …../16.09.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, …….., από  την καθ’ ης, υπό την (τότε) ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αρχικής δικαιούχου εκτέλεσης «…………». Τέλος, ζητεί να καταδικασθεί η καθ’ ης στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Πρόκειται για εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 επ. ΚΠολΔ) ανακοπή των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ, που εφαρμόζονται εν προκειμένω, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τις διατάξεις του ν.4335/2015 (άρθρο 9§3 του άρθρου πρώτου ν.4335/2015), δεδομένου ότι η εκτελεστική διαδικασία άρχισε την 10.09.2021, με την επίδοση στον ανακόπτοντα της από 09.09.2021 επιταγής προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού τής με αριθμό ……/2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ήτοι μετά την 01.01.2016. Περαιτέρω, η κρινόμενη ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά στο παρόν καθ’ ύλην και κατά τόπον αρμόδιο Δικαστήριο (άρθρο 933 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι η ανακοπή κατά της νέας επιταγής που συντάσσει, μετά την παρέλευση της προθεσμίας τής περίπτωσης α' του άρθρου 934§1 ΚΠολΔ, άλλος δικαιούχος εκτέλεσης - δανειστής του καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, π.χ. ο διάδοχος του αρχικού δικαιούχου εκτέλεσης, είναι εν μέρει απρόθεσμη, όπως και η ανακοπή κατά της πρώτης επιταγής που συνέταξε ο αρχικός δικαιούχος εκτέλεσης (που αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο), υπό την έννοια ότι, για όσο χρόνο δεν τελείται η επόμενη πράξη της διαδικασίας εκτέλεσης (η οποία, στις περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων είναι η κατάσχεση, κατ' άρθρα 951 επ. ΚΠολΔ) δεν αρχίζει η 45ήμερη προθεσμία της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, στην οποία προθεσμία, ρητά υπόκειται κατ' άρθρο 934§1α ΚΠολΔ, τόσο η κατάσχεση όσο και η επιταγή που προηγήθηκε αυτής και αποτέλεσε την αναγκαία προδικασία της (ΜονΠρΡοδ 223/2022, ΜονΠρΚερκ 257/2022, ΜονΠρΠατρ 136/2021, ΜονΠρΒερ 92/2021, δημοσιευθείσες σε ΝΟΜΟΣ, ΜΠΒερ, με τις εκεί αναφερόμενες παραπομπές). Ως εκ τούτου, πρέπει να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής.

       Κατά το άρθρο 925§1 ΚΠολΔ, «Ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου δεν μπορεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση πριν κοινοποιηθούν σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση η επιταγή και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν». Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει η υποχρέωση του καθολικού ή ειδικού διαδόχου να κοινοποιήσει στον καθ' ου η εκτέλεση επιταγή προς εκτέλεση και τα έγγραφα που τον νομιμοποιούν. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται τόσο για την έναρξη, όσο και για τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας που άρχισε από τον δικαιοπάροχο, είναι δε ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ' ου η εκτέλεση έλαβε με άλλον τρόπο γνώση της διαδοχής. Ως έγγραφα που νομιμοποιούν τον διάδοχο και πρέπει να κοινοποιούνται στον καθ’ ου η εκτέλεση νοούνται τα έγγραφα εκείνα, δημόσια ή ιδιωτικά, που αποδεικνύουν τη διαδοχή, ενώ η παράβαση της παραπάνω διάταξης συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξάρτητα από βλάβη (βλ. ΑΠ 345/2000 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων απόσυμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ' της παρ. 5 του άρθρου 2 του ν.4201/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενό της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά  οποιοσδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζόμενου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Αλλά δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. 2. (...) 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (...). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος (...) 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσο, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1 (...)». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 γ και 6 του ίδιου νόμου, «γ, Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιρειών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου (...) δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του ν.3156/2003 (...)».

       Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10§§1 και 2 ν.3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρείες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίησή τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης οι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (βλ. άρθρο 10§6 του ως άνω νόμου). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000 (βλ. άρθρο 10§8 του ν.3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβόζοντα ή την Εταιρεία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (βλ. άρθρο 10§9 του ν.3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (βλ. άρθρο 10§10 του ν.3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β' 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε έως την ίδρυσή τους με π.δ. ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των ν.4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν.2344/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10§10 του ν.3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν.4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος.

       Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924§1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ' άρθρο 919§1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ' ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ' ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τίτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των ν.4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντίστοιχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ' ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925§1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925§1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σ αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ' ανάγκη, λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (πρβλ. ΑΠ 345/2006). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρείας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την
ανάθεση της διαχείρισης είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν.2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ' όπου θα φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης κατά του καθ' ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (βλ. Εφθεσ 177/2022 ΝΟΜΟΣ, Εφθεσ 160/2022 αδημοσίευτη στο νομικό τύπο, Π. Γιαννόπουλο, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης – Κριτική επισκόπηση των ρυθμίσεων του Ν. 4354/2015 και de lege ferenda προτάσεις, Αρμ 2019/233 επ., Ν. Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜονΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ., αντίθετα Κ. Παπαχρήστου - Δημητρά, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη, εκδ. 2021, σελ. 137-140, με παραπομπές σε σύγχρονη νομολογία πρωτοβάθμιων Δικαστηρίων, Γ. Αποστολάκη, Ζητήματα από την κατ' εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια, ΕπΑΚ 2021, σελ, 703-704).

       Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, κατά τη δέουσα εκτίμηση του περιεχομένου του, ο ανακόπτων, κατά το πρώτο σκέλος τού εξεταζόμενου λόγου, προβάλλει τον ισχυρισμό ότι, με την προσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση, η καθ' ης, επικαλούμενη ότι, δυνάμει της από 17.12.2021 σύμβασης διαχείρισης, που καταχωρήθηκε με αριθμό πρωτοκόλλου …../20.12.2021, στον τόμος 13 και με αριθμό 209 των βιβλίων του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, ενεργεί ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων που μεταβίβασε η τράπεζα «………» στην εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία  «…….», δυνάμει της από 08.10.2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, νομίμως καταχωρηθείσας στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου ……./13.10.2021, στον τόμο …. και με αριθμό …. (τόμος …., αριθμός …., συγκοινοποίησε στην ανακόπτουσα αντίγραφα περιλήψεων, και όχι του πλήρους κειμένου, των παραπάνω συμβάσεων (διαχείρισης και πώλησης), κατά παράβαση του άρθρου 925 ΚΠολΔ, που επιτάσσει την επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων που αποδεικνύουν τη διαδοχή του επισπεύδοντας και όχι αποσπασμάτων αυτών, κατά το τρίτο δε σκέλος τού κρινόμενου λόγου, ισχυρίζεται ότι, από το κοινοποιηθέν σε αυτόν απόσπασμα του παραρτήματος της από 08.10.2021 σύμβασης πώλησης, το οποίο αποτελεί τον κατάλογο των απαιτήσεων που μεταβιβάσθηκαν προς την προαναφερθείσα αλλοδαπή εταιρεία, δεν προκύπτει ότι μεταξύ των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, τη διαχείριση των οποίων η τελευταία ανέθεσε στον καθ’ ης, όταν και η ένδικη απαίτηση, απορρέουσα από τη με αριθμό …../07.09,1999 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, για την ικανοποίηση της οποίας (της απαίτησης) επισπεύδεται η ανακοπτόμενη εκτέλεση. Κατά το πρώτο σκέλος του, ο κρινόμενος λόγος της κρινόμενης ανακοπής είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, για το λόγο ότι, κατά τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη τής παρούσας, η κοινοποίηση στον καθ’ ου η  εκτέλεση περιλήψεων με τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925§1. Κατά το τρίτο όμως σκέλος του, ο κρινόμενος λόγος είναι νόμιμος, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, πρέπει δε να γίνει δεκτός και ως ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, από το μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενο από τους διαδίκους αντίγραφο του οικείου παραρτήματος δεν προκύπτει εάν η ένδικη απαίτηση εκχωρήθηκε στην παραπάνω αλλοδαπή εταιρεία, καθόσον στη σελίδα αυτή δεν αναγράφονται τα στοιχεία με τα οποία θα μπορούσε το Δικαστήριο να ταυτοποιήσει τα στοιχεία της ένδικης απαίτησης, δεδομένου ότι οι μοναδικές αναφερόμενες στο αντίγραφο Αποσπάσματος Παραρτήματος της από 8 Οκτωβρίου 2021 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων πληροφορίες που έχουν κάποια ομοιότητα με την εν λόγω απαίτηση είναι η επωνυμία πιστούχου και τα ονόματα εγγυητών, πλην όμως στο παράρτημα δεν αναγράφεται ο αριθμός της ένδικης σύμβασης (ήτοι της με αριθμό …../07.09.1999 σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό), οι υφιστάμενες δε εγγραφές αφορούν δύο έτερες συμβάσεις [με αριθμούς …… και ……), πέραν δε τούτων, στη στήλη με τους «αριθμούς λογαριασμού» αναφέρονται δύο διαφορετικοί λογαριασμοί, συγκεκριμένα οι με αριθμούς …….. και ………, οι οποίοι όμως ουδόλως ταυτίζονται με τον τηρούμενο από την ….. προς εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης με αριθμό ………. λογαριασμό. Εξάλλου, η καθ' ης η ανακοπή δεν εισέφερε διευκρινίσεις στο δικόγραφο των προτάσεων της, που νομοτύπως κατέθεσε, ως προς την αναντιστοιχία των όσων αναγράφονται στην ως άνω σελίδα του παραρτήματος με τα στοιχεία της επίμαχης σύμβασης πίστωσης με ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, ούτε κάποιο αντίθετο αποδεικτικό στοιχείο, έτσι ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Πρέπει, δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, παρελκομένης της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων, καθόσον, επί ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, αρκεί να γίνει δεκτός ένας λόγος που επιφέρει την ακυρότητα των προσβαλλόμενων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, καθιστώντας την εξέταση των υπολοίπων λόγων άνευ αντικειμένου (ΑΠ 13/2010).

       Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει η υπό κρίση ανακοπή να γίνει δεκτή και να ακυρωθεί η από 19.09.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου τής με αριθμό ……../2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η καθ’ ης πρέπει να καταδικαστεί, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος (άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, άρθρα 63 επ. ν.4194/2013), κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΠΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

       ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό κρίση ανακοπή.

       ΑΚΥΡΩΝΕΙ την από 19.09.2022 επιταγή προς πληρωμή κάτωθι αντιγράφου εξ απογράφου τής με αριθμό …../2014 διαταγής πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ' ης το ποσό των €287.163,90, άλλως να ανεχθεί την επί ακινήτων του συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης που είχε επισπευσθεί, δυνάμει της με αριθμό …../16.09.2021 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……...

       ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την καθ' ης η ανακοπή στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ανακόπτοντος, τα οποία καθορίζει στο οκτακόσιων ευρώ (€800,00).

       Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 25η Οκτωβρίου 2022.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Πίσω