hero image

ΑΠΟΦΑΣΗ 1032/2022 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ 1032/2022 ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 


 

Αριθμός απόφασης 1032/2022

ΤΟ ΕΙΡΗΝΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

       Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη ……, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών και τη γραμματέα …….

       Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 10.10.2022, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

       ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ……… του  …….. και της ……., κατοίκου Αθηνών, επί της οδού …… αρ. …, ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ναταλίας Παναγιωτοπούλου.

       ΤΗΣ ΚΑΘΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ….. αρ. …., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

       ΕΚΟΥΣΙΑ ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της μονοπρόσωπης ανώνυμης εταιρίας διαχείρισης ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» και το δ.τ «……», με έδρα στο ……. Αττικής, επί της οδού ……. αρ. ….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ως μη δικαιούχου και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου, νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού με την επωνυμία ………» με έδρα στο ………, ……., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, στο πλαίσιο της μεταξύ της «…….» και της «……….», από 14.11.2019 Σύμβασης ανάθεσης Διαχείρισης για την ανάθεση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις βάσει του ν. 4354/2015 και της Πράξης Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της  Ελλάδος 118/19.5.2017 και του από 12.11.2019 περιορισμένου πληρεξουσίου εταιρίας διαχείρισης δανείων, αναφορικά με απαιτήσεις από καταναλωτικές πιστώσεις και δάνεια, συμπεριλαμβανομένων και πιστωτικών καρτών και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων για τα δάνεια που απέκτησε η «………», η οποία έχει καταστεί ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……….», με αρ. ΓΕΜΗ ………… που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….. αρ. ….., όπως
εκπροσωπείται νόμιμα, δυνάμει της από 15.11.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.3156/2003, των άρθρων 455 επ ΑΚ και του άρθρου 61 το ν. 4548/2018, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Δήμητρας Τόμπρα.

       ΥΠΕΡ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «……..», που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……. αρ.  …, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία δεν παραστάθηκε.

       ΚΑΘ’ ΟΥ Η ΑΥΤΟΤΕΛΗΣ ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ……... του  …… και της ……, κατοίκου Αθηνών, επί της οδού …. αρ. …., ο οποίος παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου Ναταλίας Παναγιωτοπούλου.

       Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 16.7.2019 ανακοπή του που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ: …./2019 ΕΑΚ: …../2019 με τη διαδικασία των ανακοπών και στο πινάκιο με αριθμό ΑΝ-2 αρ. 3 και προσδιορίστηκε να συζητηθεί αρχικά στη δικάσιμο της 15.5.2020 και μετά από συνεχείς αναβολές στην ανωτέρω δικάσιμο. Ομοίως και η παρεμβαίνουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18.9.2022 αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ: ……./2022, ΕΑΚ: …./2022 με τη διαδικασία των ανακοπών και στο πινάκιο με αριθμό ΑΝ-2, αρ. 8, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε στην ανωτέρω δικάσιμο.

       Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Με την κρινόμενη ανακοπή, ο ανακόπτων ζητεί, για τους λόγους που  διαλαμβάνονται σ’ αυτή, την ακύρωση της με αριθμό …../2019 διαταγής πληρωμής του Δικαστηρίου τούτου, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθής το ποσό των 3.043,18 € πλέον τόκων εξόδων, απαίτηση η οποία πηγάζει από την από 22.6.2005 σύμβαση δανείου που συνήψε αρχικά με την ανώνυμη τραπεζική εταιρία «……….» καθώς και την ακύρωση της επισπευδομένης, σε βάρος του, αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της από 27.6.2019 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε κάτωθι του αντιγράφου πρώτου απογράφου εκτελεστού της ως άνω διαταγής πληρωμής και τέλος να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική του δαπάνη. Η ανακοπή, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτά σωρεύεται ανακοπή της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και ανακοπή εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκαν με τα άρθρα 14 και 19§1 του ν.4055/2012 ΦΕΚ 51Α/12-03-2012, σε συνδ. με το άρθρο 113 του ίδιου νόμου), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 632 και 933 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα άρθρα 632 και 933, 585§1, 635 επ., 591§1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης νόμιμης προθεσμίας των 15 εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, καθόσον ακριβές αντίγραφο πρώτου εκτελεστού απογράφου της διαταγής πληρωμής επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 1.7.2019 σύμφωνα με την …./1.7.2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18.7.2019 και επιδόθηκε στην καθής στις 19.7.2019 όπως προκύπτει από τη με αρ. …../19.7.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……, νόμιμα δε και εμπρόθεσμα κατ' άρθρο 934§1 α του ΚΠολΔ και ως ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ, αφού ανακόπτεται η επιταγή προς εκτέλεση (προδικασία αυτής) και δεν έχει επακολουθήσει άλλη πράξη εκτέλεσης μετά από αυτή.

       Νόμιμα σωρεύονται στο ίδιο δικόγραφο τόσο η ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ με αίτημα την ακύρωση της διαταγής, όσο και η ανακοπή του άρθρου 933 του ΚΠολΔ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής διαδικασίας, αφού αναμφισβήτητα πλέον μετά τις τροποποιήσεις με τα άρθρα 14 και 19 του ν.4055/2012 προβλέπεται για την εκδίκαση αυτών η ίδια διαδικασία, (όπως αυτή προσδιορίζεται στα παραπάνω άρθρα) και ο ανακόπτων έχει έννομο συμφέρον τόσο για την ακύρωση της  διαταγής όσο και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του (ΑΠ337/2006 ΕλΔ 47/779). Αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ως καθ’ ύλην και κατά τόπο αρμοδίου κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, σύμφωνα με το άρθρο 591 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., αφού η υπό κρίση ανακοπή κατατέθηκε στις 20-09-2013, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος ( 02-04-2012) των νέων άρθρων 632 και 933 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. εισηγητική έκθεση του ν.4055/2012 ως προς το άρθρο 14 αυτού, Παπαδάκη Διαταγή πληρωμής θεωρία και πράξη 2012 σελ. 195-196, Μ. Μαργαρίτης ερμ. ΚΠολΔ αρθρ. 632 II 30, ΕφΑΘ 131/2008 δημ. Νόμος, ΜΠρΑΘ. 2147/2013 δημ. Νόμος) και είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 632,636, 584, 585§2, 591§2, 933, 934§1 α, 937§3, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 19§4 του ν.4055/2012 και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει συνεπώς, η ανακοπή να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

       Περαιτέρω, η μονοπρόσωπη ανώνυμη εταιρία διαχείρισης ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…….» με έδρα στο Μαρούσι Αττικής, όπως εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως μη δικαιούχος και ως εντολοδόχος, ειδικός πληρεξούσιος, αντιπρόσωπος και αντίκλητος, νόμιμη διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρίας ειδικού σκοπού «…..» με την υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της καθής η ανακοπή, εκθέτει ότι η εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…..» με έδρα στο …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….» που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….. αρ. …., δυνάμει της από 15.11.2019 μεταβίβασης σε αυτήν απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στο πλαίσιο τιτλοποίησης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3156/2003, μεταξύ των οποίων και η απορρέουσα από την ένδικη έννομη σχέση, με την οποία αρχικά συνεβλήθη ο ανακόπτων καθόσον μεταβιβάστηκαν σ’ αυτή, οι πάσης φύσεως απαιτήσεις της από το σύνολο των δανείων και πιστώσεων που είχαν χορηγηθεί και παρέμεναν ανεξόφλητα κατά τα προεκτεθέντα. Ότι μεταξύ των απαιτήσεων που εκχωρήθηκαν περιλαμβάνεται μεταξύ άλλων και η ένδικη απαίτηση της καθής η ανακοπή που απορρέει από την ……./22.6.2015 σύμβαση καταναλωτικού δανείου, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, ζητεί την απόρριψη της υπό κρίση ανακοπής, επικαλούμενη την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος που συνίσταται στο ότι και η ίδια καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο και την εκτελεστότητα της εκδοθησομένης απόφασης ως ειδική διάδοχος της καθής η ανακοπή δημιουργούμενης έτσι αναγκαστικής ομοδικίας της παρεμβαίνουσας με την υπερ ης η παρέμβαση - καθής η ανακοπή. Η κρινόμενη αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 82, 83 και πρέπει να συνεκδικαστεί με την υπό κρίση ανακοπή (κατ’ άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.) με την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, όπως αναλυτικά αναγράφεται και παραπάνω.

       Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1§3 του ν.128/1975 επιβάλλεται εισφορά σε βάρος κάθε είδους πιστωτικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στην Ελλάδα, η οποία μετά την 1.6.2003 ανέρχεται σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν.3152/2003 σε ποσοστό 0,60% ετησίως επί του ετησίου ύψους των εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων από αυτά δανείων πάσης φύσεως ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων των πιστώσεων προς τις τράπεζες και το δημόσιο. Ωστόσο είναι δυνατή η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στον δανειολήπτη με σχετική συμφωνία, βάσει της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας καθώς τούτο δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1§3 του ν.128/1975 ούτε απαγορεύεται από άλλη διάταξη (ΑΠ 430/2005, ΕλλΔνη 2005.802, ΕφΑΘ 1558/2007, ΕλλΔνη 2007.902). Όμως ο ανατοκισμός της εισφοράς αυτής δεν είναι νόμιμος διότι τόσο κατά το ττρoϊσχύσαν (άρθρο 8 περ. 6 του ν. 1983/1980 σε συνδυασμό με την αρ. 289/1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής, όσο και κατά το υφιστάμενο νομοθετικό καθεστώς (άρθρο 12 ν.2601/1998, άρθρο 30 και 47 ν.2789/2000, άρθρο 42 ν.3259/2004 και άρθρο 39 του ν.3259/2004), ο ανατοκισμός επιτρέπεται μόνο επί των καθυστερουμένων τόκων και όχι επί φόρων προμηθειών ή άλλων εισφορών ( ΑΠ 1782/2002 ΕλλΔνη 2002.1430, ΜΠΘεσσαλ8817/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623,624§1 628§1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μεταξύ των απαιτούμενων προϋποθέσεων για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης την οποία επιδικάζει , υπό την έννοια ότι το ακριβές ύψος της (όταν πρόκειται για χρηματική απαίτηση) προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα. Η τυχόν ενσωμάτωση σε αυτήν μη οφειλόμενων κονδυλίων αναιρεί το εκκαθαρισμένο αυτής, όταν από τα έγγραφα που προσκομίστηκαν δεν είναι δυνατός ο διαχωρισμός των ποσών αυτών και η ανεύρεση του πραγματικού ύψους της, οπότε στην περίπτωση αυτή η τυχόν εκδοθείσα διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα λόγω διαδικαστικού απαραδέκτου (ΕφΛαμ 124/2007 Αρμ 2009.1190).

       Με τον 4β λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ζητεί την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ισχυριζόμενος μεταξύ άλλων ότι η εισφορά του ν.128/1975, η οποία είχε μετακυλιστεί σε αυτόν, παρανόμως ανατοκιζόταν από την καθής τράπεζα, δια της ενσωματώσεως αυτής στο επιτόκιο υπολογισμού των τόκων, τα δε σχετικά ποσά ενσωματώθηκαν στην κύρια οφειλή και επενέργησαν στο πληττόμενο με την ανακοπή συνολικό ύψος της οφειλής, ώστε η απαίτηση της καθής, βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής είναι στο σύνολο της ανεκκαθάριστη, καθώς επηρεάζεται η αποδεικτικότητα με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις αναφερόμενες στην ανωτέρω νομική σκέψη διατάξεις, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 624§1 και 626§§ 2 και 3 ΚΠολΔ και των §§ 6 και 7 του άρθρου 2 του ν.2251/1994, και είναι αρκούντος ορισμένος, απορριπτομένης της σχετικής ενστάσεως της καθής, καθόσον με πληρότητα και σαφήνεια όλα τα πραγματικά εκείνα περιστατικά για τη θεμελίωση του, λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται το ύψος του οφειλόμενου ποσού, ώστε να υποχρεούται ο ανακόπτων να αναφέρει το πραγματικά οφειλόμενο από μέρους του ποσό, αλλά η αποδεικτικότητα των προσκομισθέντων εγγράφων για την έκδοση της προσβαλλόμενης και συνακόλουθα το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική του βασιμότητα.

       Από τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της με αρ. ……/22.6.2015 σύμβασης καταναλωτικού δανείου που υπεγράφη μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «…….» και του ανακόπτοντος, χορηγήθηκε στον τελευταίο καταναλωτικό δάνειο ρύθμισης οφειλών του ποσού 2.232,95€, σύμφωνα με τους μεταξύ τους όρους και συμφωνίες. Λόγω μη προσήκουσας εξυπηρέτησης των οφειλών του η ….. Τράπεζα με την από 1.2.2019 εξώδικη δήλωση της κατήγγειλε τη μεταξύ τους σύμβαση, όπως προκύπτει από την με αρ. …../2019 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….., κηρύσσοντας το σύνολο της οφειλής του ποσού 3.043,18€ ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Με αίτηση της, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, επιτάσσοντας τον ανακόπτοντα να καταβάλει το ποσό των 3.043,18€ εντόκως πλέον εξόδων. Στη συνέχεια η εταιρία με την επωνυμία «…….» κατέστη ειδική διάδοχος της «……» στην επίδικη έννομη σχέση. Ειδικότερα δυνάμει της από 15.11.2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων μεταξύ της ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία «……....» που εδρεύει στην Αθήνα επί της οδού ……. αρ. ….. και εκπροσωπείται νόμιμα και η εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία « ……..» με έδρα στο …….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα και σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του ν.3156/2003, των άρθρων 455επ. ΑΚ και του άρθρου 61 του ν.4548/2018, όπου εφαρμόζεται, η «…….» μεταβίβασε στην εταιρία «…..», απαιτήσεις από καταναλωτικά και άλλα δάνεια (ανά επιχειρηματική απαίτηση, κεφάλαιο, δεδουλευμένοι τόκοι, απαιτήσεις και έξοδα), μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των εξασφαλίσεων αυτών συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικά και απαιτήσεων κατά ασφαλιστικών εταιριών από συνδεόμενες με τα ανωτέρω δάνεια ασφαλιστικές συμβάσεις των ενυπόθηκων /προσημειωμένων ακινήτων, στο οποίο (χαρτοφυλάκιο) συμπεριλαμβάνεται και η ανωτέρω αναφερόμενη έννομη σχέση. Η ως άνω σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρήθηκε την 15.11.2019 σε περίληψη στο Δημόσιο Βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών (έδρα της ……. Τράπεζας ΑΕ» με την αρ. …./15.11.2019 πράξη καταχώρησης του εντύπου δημοσίευσης συμβάσεων του άρθρου 10§8 του ν.3156/2003 (στον τόμο 10, αρ. 350). Σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν.3156/2003 η μεταβίβαση αυτή έχει αποτέλεσμα εκχώρησης, σύμφωνα με τα άρθρα 39 και 44 του ΝΔ 17.7.13.8/1923 (παρ. 12), η δε καταχώρηση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο επέχει θέση αναγγελίας της εκχώρησης προς τους οφειλέτες. Η δε ……. Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ συνεχίζει να τηρεί στα συστήματα της για λογαριασμό της «…….», τα βιβλία και στοιχεία σχετικά με την παραπάνω σύμβαση. Με την άνω μεταβίβαση των εν λόγω απαιτήσεων, μεταβιβάστηκε αυτοδικαίως κάθε διαπλαστικό ή άλλο δικαίωμα που συνδέεται με τις μεταβιβασθείσες απαιτήσεις, με αποτέλεσμα η «……..», να είναι πλέον αποκλειστικός δικαιούχος όλων των απαιτήσεων που απορρέουν από την παραπάνω έννομη σχέση, καθώς και κάθε παρεπόμενου ή διαπλαστικού ή άλλου δικαιώματος που συνδέεται με αυτή, όπως τούτο προκύπτει από το αντίγραφο εξ’ αποσπάσματος του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών-εκτύπωση ενημέρωσης δημόσιων βιβλίων με εκχωρημένα δάνεια με ημερομηνία καταχ. 15.11.2019 η «……..». Περαιτέρω δυνάμει της από 14.11.2019 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων διεπομένης από το ελληνικό δίκαιο, νομίμως δημοσιευθείσας σε περίληψη που καταχωρήθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία Μεταβίβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000 του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών η «………» ανέθεσε κατ’ άρθρο 10§14 ν.3156/2003 την είσπραξη και διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων στην εταιρία με την επωνυμία «………..» σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και την ΠΕΕ 118/19.5.2017. Η «…………» αποτελεί εταιρία παροχής υπηρεσιών διαχείρισης απαιτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.4354/2015, στην οποία χορηγήθηκε η σχετική άδεια από την Επιτροπή Πιστωτικών και  Ασφαλιστικών θεμάτων της Τράπεζας της  Ελλάδος, δυνάμει της με αρ. 220/13.3.2017 απόφασης της παραπάνω Επιτροπής (ΦΕΚ τ.β 880/16.3.2017). Κατ’ άρθρο δε 1§1 εδ γ ν.4354/2015 τα δικαιώματα της αποκτώσας εταιρίας «…….», εκ των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ενασκούνται αποκλειστικά από την διαχειρίστρια εταιρία «………». Ως εκ τούτου η «…….» , διαχειρίστρια των απαιτήσεων της οποίας είναι η «…….», κατέστη ειδική διάδοχος στην ένδικη έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση που επιδικάστηκε με την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και ως εκ τούτου τυγχάνει μοναδική δικαιούχος κατά τα άρθρα 455 επ. ΑΚ τόσο της επιδικασθείσας αξίωσης της δικαιοπαρόχου, όσο και του ουσιαστικού δικαιώματος για επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει του ως άνω εκτελεστού τίτλου κατ' άρθρα 325 παρ. 2 και 919 επ. ΚΠολΔ.

       Περαιτέρω απεδείχθη ότι η καθής η ανακοπή επέβαλλε την εισφορά του ν.128/75, σε βάρος του πιστούχου, όπως προκύπτει από τον όρο 7.2 της προαναφερόμενης αρχικής σύμβασης. Από το συνδυασμό των διατάξεων προκύπτει ότι ο πιστούχος υποχρεούται κάθε ημερομηνία κατά την οποία ο τόκος λογίζεται και είναι πληρωτέος, να καταβάλει στην Τράπεζα και ποσό ίσο προς τις καταβλητέες, για τη χρονική περίοδο την οποία αφορά ο τόκος, από την Τράπεζα, συνεπεία της παρούσας συμβάσεως, εισφορές υπέρ του κοινού λογαριασμού στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 του ν.128/1975. Αν το ποσό αυτό δεν καταβληθεί εμπροθέσμως, φέρεται σε χρέωση του λογαριασμού της πιστώσεως, χωρίς οποιαδήποτε ειδοποίηση του πιστούχου και εφεξής οφείλεται επ’ αυτού τόκος κατά τα ανωτέρω. Η υποχρέωση αυτή βαρύνει τον πιστούχο και κατά τη διάρκεια της υπερημερίας του». Και ναι μεν η έμμεση μετακύλιση της ανωτέρω εισφοράς από την καθής (τράπεζα) στον ανακόπτοντα δεν αντίκειται στο άρθρο 1§3 του ν.128/75 ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (ΑΠ 430/2005), στο βαθμό που το ποσοστό αυτής είχε προσδιοριστεί στη σύμβαση και είχε γίνει αναφορά για τη χρέωση της στον οφειλέτη, ωστόσο δεν είναι νόμιμος ο ανατοκισμός της και τούτο διότι, ως αναφέρθηκε στην ανωτέρω νομική σκέψη, επιτρέπεται ανατοκισμός  μόνον των καθυστερούμενων τόκων και όχι των φόρων, εισφορών και άλλων προμηθειών. Ωστόσο από το συνδυασμό των ανωτέρω όρων της σύμβασης, καθίσταται σαφές ότι η καθής ανατόκιζε παράνομα τα ποσά της εισφοράς του ν.128/75, καθώς κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως κεφαλαιοποιούσε την εισφορά την εισφορά του ν.128/75 και ανατόκιζε τα ποσά της - αφού στο κάθε φορά προκύπτον υπόλοιπο κεφάλαιο υπολόγιζε τόκους (εκτοκισμός) περιέχοντες και ποσά εισφοράς του ν.128/75, στο νέο δε προκύπτον εκάστοτε κεφάλαιο υπολόγιζε νέους τόκους περιέχοντες και εισφορά (εκτοκισμός και ανατοκισμός της εισφοράς). Έτσι λόγω της ακυρότητας των συμπεριλαμβανομένων στον τηρηθέντα για την επίδικη σύμβαση λογαριασμό ποσών, η προσβαλλόμενη διαταγή είναι άκυρη κατά το μέρος που επιδίκασε στην καθής απαίτηση που δεν γεννήθηκε ποτέ. Περαιτέρω η ακυρότητα αυτή των επιμέρους ποσών επηρεάζει την αποδεικτικότητα με έγγραφα του συνόλου της απαίτησης αφού στα προσκομιζόμενα έγγραφα δεν είναι δυνατός, λόγω του είδους της εγγραφής, ο διαχωρισμός των επιμέρους ποσών και ο προσδιορισμός του πραγματικού ποσού της απαίτησης της καθής η ανακοπή, με συνέπεια, η απαίτηση της που ενσωματώθηκε στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής να καθίσταται ανεκκαθάριστη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 624§1 ΚΠολΔ.

       Περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 924,904, 916, 918, 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επιταγή προς εκτέλεση, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη αναφορά του ποσού που οφείλεται, δεν είναι όμως αναγκαία η αναφορά του ιστορικού κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα, αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (βλ. ΑΠ 72/95 Δνη 38. 585, ΑΠ 194/95 Δνη 37.101). Εφόσον γίνει αυτός ο διαχωρισμός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται πλέον στον οφειλέτη να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό των τόκων (βλ. ΕφΑΘ 2535/98 Δνη 40. 384). Οι καταβολές του οφειλέτη δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. Επίσης, ούτε το ποσό του τόκου χρειάζεται να προσδιορίζεται στην επιταγή, αφού το μεν ποσοστό του τόκου ορίζεται από το νόμο, το δε ποσό των τόκων που θα καταβληθεί μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό με βάση το ποσοστό αυτού και το χρονικό διάστημα που θα παρέλθει μέχρι την ημέρα της εξόφλησης της επιταγής (Εφ.Πατρ. 1083/2006ΑΧΑΝΟΜ 2007.401, δημ. Νόμος). Εφόσον η επιταγή δεν περιέχει τα πιο πάνω αναγκαία στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα αυτής, η οποία κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον προκαλείται δικονομική βλάβη στον οφειλέτη, η οποία δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο (Εφ.Λάρ. 255/2012 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2012/361 δημ. Νόμος, όπ. ΑΠ 194/95 Δνη 37.101).

       Στην προκειμένη περίπτωση, ο ανακόπτων με τη συγκοινοποιούμενη από 27.6.2019 επιταγή προς πληρωμή επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθής: 1)το ποσό των 3.043,18 € σύμφωνα με τη προσβαλλόμενη διαταγή, το οποίο αναλύεται για τόκους υπερημερίας το ποσό των 7,63 € και για έξοδα το ποσό των 0,00 €, έως 3/4/2019 εντόκως με το τραπεζικό επιτόκιο υπερημερίας το οποίο υπερβαίνει κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες το ενήμερο συμβατικό επιτόκιο από 3.4.2019 μέχρι την πλήρη εξόφληση, 2) για επιδικασθείσα δαπάνη το ποσό των 165  €, 3) για έκδοση απογράφου -, 4) για σύνταξη της επιταγής και της παραγγελίας προς το δικαστικό επιμελητή το ποσό των 40 €, 5) για επίδοση αντιγράφου της διαταγής αυτής με επιταγή το ποσό των 50 €, τα δε πιο πάνω κονδύλια με αρ. 2,3,4,5 με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την ημέρα της κοινοποίησης της επιταγής μέχρι την εξόφληση. Από την παράθεση της προσβαλλόμενης επιταγής προκύπτει, σύμφωνα και με όσα εκτενώς αναπτύχθηκαν, στην οικεία νομική σκέψη, ότι αυτή παρουσιάζει πληρότητα, εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός κατά κεφάλαιο τόκους και έξοδα χωρίς να είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός του ποσού των τόκων υπερημερίας που θα καταβληθεί, αφού μπορεί να βρεθεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό με βάση το ποσοστό αυτού, το οποίο πληροφορείται ο οφειλέτης από τη δημοσίευση στον τύπο και το χρονικό διάστημα που θα παρέλθει μέχρι την ημέρα της εξόφλησης της επιταγής, η δε αιτία της προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου κάτω από το οποίο γράφτηκε αυτή. Εναπόκειται δε στον ανακόπτοντα να ισχυριστεί και να αποδείξει την ανακρίβεια των κονδυλίων αυτών ή το παράνομο των τόκων. Συνεπώς ο συγκεκριμένος λόγος της υπό κρίση ανακοπής κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ που αφορά την επιταγή προς εκτέλεση είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος.

       Επομένως, γενομένης δεκτής της προσθέτως παρεμβάσεως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει μερικώς δεκτή ως ουσία βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων της κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη και με αρ. ……/2019 διαταγή πληρωμής και να επικυρωθεί η από 27.6.2019 επιταγή πληρωμής παρά πόδας αντιγράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής. Τέλος να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, κατ’ άρθρο 178 παρ. 2 του ΚΠοΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

       Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

       Συνεκδικάζει την ανακοπή και την αυτοτελώς πρόσθεση παρέμβαση.

       Δέχεται την αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση.

       Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.

       Ακυρώνει τη με ……../2019 αριθμό διαταγή πληρωμής αυτού του Δικαστηρίου.

       Επικυρώνει την από 27.6.2019 επιταγή πληρωμής παρά πόδας αντιγράφου πρώτου εκτελεστού της ως άνω διαταγής.

       Επιβάλλει σε βάρος της καθής τη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος, την οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00 €) ευρώ.

       Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στις  14 Νοεμβρίου 2022.

 

 

 

 

 

 

 

 

Πίσω